Το "mica-bearing" είναι επίθετο.
/mˈaɪ.kə ˈbɛər.ɪŋ/
Η λέξη "mica-bearing" χρησιμοποιείται για να περιγράψει πετρώματα ή άμμους που περιέχουν μικά, μια ομάδα ορυκτών που περιλαμβάνει τα κοινά ορυκτά μικανίτη και φλογοπείο. Στη γλώσσα των γεωλόγων, η φράση χρησιμεύει για να δηλώσει ότι μια ουσία ή η σύνθεση έχει μίκες ως μέρος της.
Ο ορυκτολόγος μελέτησε τις μικαφορούντες πέτρες για τις μοναδικές τους ιδιότητες.
The region is rich in mica-bearing deposits, attracting mining companies.
Η περιοχή είναι πλούσια σε μικαφόρους κοιτάσματα, προσελκύοντας μεταλλευτικές εταιρείες.
The quartz found in mica-bearing sand is often used in glass production.
Οι μικαφόροι κοιτάσματα μπορεί να είναι οικονομικά πολύτιμα.
In mica-bearing environments, mining activities are strictly regulated.
Σε μικάφορες περιοχές, οι μεταλλευτικές δραστηριότητες είναι αυστηρά ρυθμισμένες.
Exploring mica-bearing formations often leads to new geological discoveries.
Η εξερεύνηση μικαφόρων σχηματισμών συχνά οδηγεί σε νέες γεωλογικές ανακαλύψεις.
Mica-bearing minerals are crucial for various industrial applications.
Η λέξη "mica" προέρχεται από το λατινικό "micare", που σημαίνει "λάμψη" ή "σπινθηρισμός", ενώ το "bearing" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και σημαίνει "να φέρει" ή "να περιέχει".
Συνώνυμα: - Mica-containing - Mica-rich
Αντώνυμα: - Mica-free - Non-mica
Αυτή η ανάλυση προσφέρει μια εκτενή εικόνα της λέξης "mica-bearing", έξυπνα περιγράφοντας όχι μόνο τη σημασία της αλλά και τη χρήση της σε διάφορα συμφραζόμενα.