"microbial contamination" (μικροβιακή μόλυνση) είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/mɪˈkraɪbɪəl ˌkɒntæmɪˈneɪʃən/
Η φράση "microbial contamination" αναφέρεται στην παρουσία ανεπιθύμητων μικροοργανισμών (π.χ. βακτήρια, μύκητες, ιοί) σε ένα προϊόν ή σε ένα περιβάλλον. Αυτή η μόλυνση είναι συχνά επικίνδυνη, ειδικά στους τομείς της τροφίμων, της ιατρικής και της φαρμακοβιομηχανίας, καθώς μπορεί να προκαλέσει ασθένειες ή να επηρεάσει την ποιότητα ενός προϊόντος.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά κείμενα και έρευνες, ενώ είναι επίσης σημαντική σε συζητήσεις σχετικά με την ασφάλεια τροφίμων και τη δημόσια υγεία. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο.
"Microbial contamination can lead to serious health issues if not addressed."
"Η μικροβιακή μόλυνση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας αν δεν αντιμετωπιστεί."
"We found evidence of microbial contamination in the water supply."
"Βρήκαμε αποδείξεις μικροβιακής μόλυνσης στον υδραυλικό εφοδιασμό."
Αν και η φράση "microbial contamination" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, υπάρχουν ορισμένες σχετικές φράσεις που εμπλέκονται σε συζητήσεις που αναφέρονται σε μόλυνση ή ασθένειες:
"Many people worry about microbial contamination in their food."
"Πολλοί άνθρωποι ανησυχούν για μικροβιακή μόλυνση στην τροφή τους."
"prevent microbial contamination"
"να προλάβεις τη μικροβιακή μόλυνση"
"Proper hygiene practices can help prevent microbial contamination."
"Οι σωστές πρακτικές υγιεινής μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη της μικροβιακής μόλυνσης."
"testing for microbial contamination"
"δοκιμές για μικροβιακή μόλυνση"
Η λέξη "microbial" προέρχεται από τη λέξη "microbe," που προέρχεται από το ελληνικό "mikros" (μικρός) και "bios" (ζωή). Η λέξη "contamination" προέρχεται από τα λατινικά "contaminare," που σημαίνει "να μοιράζομαι το κακό ή να μολύνω."
Συνώνυμα: - Microbial pollution (μικροβιακή ρύπανση) - Biological contamination (βιολογική μόλυνση)
Αντώνυμα: - Sterility (στειρότητα) - Purity (καθαρότητα)