Η φράση "microbiological pollution" είναι ένα ουσιαστικό.
/mɪkrəʊˌbaɪəˈlɒdʒɪkəl pəˈluːʃən/
Η "microbiological pollution" αναφέρεται στην παρουσία και αύξηση μικροβίων, βακτηρίων ή άλλων μικροοργανισμών σε περιβάλλοντα όπου δεν είναι επιθυμητά. Αυτό μπορεί να συμβεί σε νερό, έδαφος ή ατμόσφαιρα και συνήθως έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των οικοσυστημάτων και των ανθρώπων. Αυτή η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και περιβαλλοντικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα και επιστημονικές δημοσιεύσεις παρά στην προφορική γλώσσα.
Η κυβέρνηση ανησυχεί για τη μικροβιολογική ρύπανση στους ποταμούς.
Microbiological pollution affects aquatic life significantly.
Η μικροβιολογική ρύπανση επηρεάζει σημαντικά τη θαλάσσια ζωή.
Researchers are studying the effects of microbiological pollution on human health.
Η φράση "microbiological pollution" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με κάποιες επιστημονικές, περιβαλλοντικές ή κοινωνικές συζητήσεις. Ωστόσο, παρακάτω βρίσκονται ορισμένες προτάσεις που χρησιμοποιούν την έννοια της μικροβιολογικής ρύπανσης:
Η μικροβιολογική ρύπανση είναι ο σιωπηλός δολοφόνος των υδάτινων πόρων μας.
It is essential to address microbiological pollution in urban areas.
Είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστεί η μικροβιολογική ρύπανση σε αστικές περιοχές.
Awareness campaigns about microbiological pollution can help protect the environment.
Εκστρατείες ευαισθητοποίησης σχετικά με τη μικροβιολογική ρύπανση μπορούν να βοηθήσουν στην προστασία του περιβάλλοντος.
Preventing microbiological pollution is a key goal for environmentalists.
Η λέξη "microbiological" προέρχεται από το "microbiology," που σημαίνει τη μελέτη των μικροοργανισμών, με το "micro-" να σημαίνει "μικρός" και "bio-" να αναφέρεται στη ζωή. Η λέξη "pollution" προέρχεται από τη λατινική λέξη "pollutio," που σημαίνει "ρύπανση" ή "λερώμα."
Συνώνυμα: - Biological contamination (βιολογική μόλυνση) - Environmental pollution (περιβαλλοντική ρύπανση)
Αντώνυμα: - Environmental cleanliness (περιβαλλοντική καθαριότητα) - Purity (καθαρότητα)