Ο όρος "microfracture" είναι ουσιαστικό.
/mˈaɪ.kroʊˌfræk.tʃər/
Η "microfracture" αναφέρεται σε πολύ μικρές ρήξεις ή διαταραχές που μπορεί να προκύψουν σε υλικά, ιστούς ή κόκαλα. Στον ιατρικό τομέα, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε σχέση με την αποκατάσταση τραυματισμένων ιστών, όπως το χόνδρο. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα.
Ο αθλητής υποβλήθηκε σε διαδικασία για την αποκατάσταση μιας μικρορρήξης στο γόνατό του.
Microfracture surgery can significantly improve the healing of cartilage injuries.
Η χειρουργική επέμβαση μικρορρήξης μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την αποκατάσταση τραυματισμών του χόνδρου.
She was diagnosed with a microfracture in her foot after the accident.
Η λέξη "microfracture" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να τη χρησιμοποιούν άμεσα. Ωστόσο, η χρήση της μπορεί να σχετίζεται με συγκεκριμένα ιατρικά ή επιστημονικά συμφραζόμενα. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν μερικές φράσεις που σχετίζονται με ερευνητικά ή ιατρικά συμφραζόμενα:
Ο τραυματισμός του ήταν πιο σοβαρός από μια απλή μικρορρήξη.
"Understanding the implications of a microfracture is crucial for recovery."
Η κατανόηση των συνεπειών μιας μικρορρήξης είναι κρίσιμη για την αποκατάσταση.
"Microfracture techniques have advanced significantly over the years."
Οι τεχνικές μικρορρήξης έχουν προχωρήσει σημαντικά με τα χρόνια.
"Microfracture treatment options vary depending on the severity of the injury."
Η λέξη "microfracture" προέρχεται από τις λέξεις "micro" (που σημαίνει "μικρός") και "fracture" (που σημαίνει "ρήξη" ή "σπάσιμο"). Ο συνδυασμός υποδεικνύει την ύπαρξη μιας πολύ μικρής ρήξης.
Συνώνυμα: - μικρή ρήξη - microtears (μικροδάκρυα)
Αντώνυμα: - πλήρης ρήξη - μακρορρήξη (όπου οι ρήξεις είναι μεγαλύτερες)