Ουσιαστικό
/ˌmaɪ.kroʊˈplæn.ɪ.mɪ.tər/
Το μικροπλανόμετρο είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση μικρών αποστάσεων και είναι χρήσιμο σε διάφορους τομείς, όπως η γεωμέτρηση, η μηχανική και η επιστημονική έρευνα. Χρησιμοποιείται συχνά στην κατεργασία και σχεδίαση ακριβείας, όπου η ακριβής μέτρηση είναι κρίσιμη.
Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε επιστημονικά έγγραφα και τεχνικές περιγραφές, αν και μπορεί επίσης να αναφέρεται και στον προφορικό λόγο σε συγκεκριμένα επαγγελματικά και τεχνικά περιβάλλοντα.
The engineer used a microplanimeter to accurately measure the dimensions of the prototype.
(Ο μηχανικός χρησιμοποίησε ένα μικροπλανόμετρο για να μετρήσει ακριβώς τις διαστάσεις του πρωτοτύπου.)
For precise mapping, the surveyor relied on the microplanimeter for detailed distance measurements.
(Για ακριβή χαρτογράφηση, ο τοπογράφος βασίστηκε στο μικροπλανόμετρο για λεπτομερείς μετρήσεις αποστάσεων.)
In the laboratory, the researchers employed a microplanimeter to analyze the surface area of various materials.
(Στο εργαστήριο, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα μικροπλανόμετρο για να αναλύσουν την επιφάνεια διαφόρων υλικών.)
Το "microplanimeter" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει σημασία στην τεχνική γλώσσα, και χρησιμοποιείται κυρίως σε επαγγελματικά και επιστημονικά συμφραζόμενα.
Η λέξη "microplanimeter" προέρχεται από την ελληνική λέξη "μικρός" (micro) που σημαίνει "μικρός" και "planimeter", από το λατινικό "planus" που σημαίνει "επίπεδο" και το ελληνικό "μέτρησις" που σημαίνει "μέτρηση".
Συνώνυμα: - μικρομέτρο - ακριβές μετρητικό εργαλείο
Αντώνυμα: - μακροπλανόμετρο (συσκευές που μετρούν μεγαλύτερες αποστάσεις) - απλό μετρητικό εργαλείο (όπως μια μεζούρα που δεν απαιτεί μεγάλη ακρίβεια)