Η φράση "middle-level marks" λειτουργεί ως ουσιαστικό (noun phrase).
/mɪdəl ˈlɛvəl mɑrks/
Ο όρος "middle-level marks" αναφέρεται σε βαθμούς ή αξιολογήσεις που βρίσκονται σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο, συνήθως υποδηλώνοντας ότι δεν είναι υψηλοί ούτε και πολύ χαμηλοί. Αυτές οι βαθμολογίες χρησιμοποιούνται συχνά στα εκπαιδευτικά σύστημα για να αξιολογήσουν την απόδοση ενός μαθητή. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε ακαδημαϊκά ή ενημερωτικά κείμενα.
Οι μαθητές έλαβαν μέτριους βαθμούς στις εξετάσεις τους.
Teachers often encourage students to improve from middle-level marks to higher ones.
Οι δάσκαλοι συχνά ενθαρρύνουν τους μαθητές να βελτιωθούν από μέτριους βαθμούς σε υψηλότερους.
Middle-level marks indicate that a student has a basic understanding of the subject.
Ο όρος "middle-level marks" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις σχετικές με την εκπαίδευση και την αξιολόγηση.
"Η επιδίωξη μέτριων βαθμών μπορεί να βοηθήσει στην οικοδόμηση μιας ισχυρής βάσης."
"Teachers assess middle-level marks to plan individual learning paths."
"Οι δάσκαλοι αξιολογούν τους μέτριους βαθμούς για να σχεδιάσουν ατομικά εκπαιδευτικά μονοπάτια."
"Achieving middle-level marks is often seen as a stepping stone."
Συνώνυμα: - Mediocre grades (Μέτριοι βαθμοί) - Average marks (Μέσοι βαθμοί)
Αντώνυμα: - High marks (Υψηλοί βαθμοί) - Low marks (Χαμηλοί βαθμοί)