Το "mil" μπορεί να είναι συντομότερη μορφή της λέξης "military" που αναφέρεται σε στρατιωτικά θέματα, ή ένα μέτρο με ακριβώς 0,001 ίντσες.
/mɪl/
Η λέξη "mil" χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ομιλία για να αναφέρεται σε στρατιωτικά θέματα ή σε συγκεκριμένες μετρήσεις (π.χ., 1 mil = 0,001 ίντσες). Στον στρατιωτικό τομέα, χρησιμοποιείται σε διάφορες τεχνικές και επιχειρησιακές αναφορές. Στο γραπτό λόγο, μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε στρατιωτικά έγγραφα και τεχνικές εκθέσεις.
Η χρήση της λέξης "mil" είναι πιο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο, ειδικά σε στρατιωτικές ή τεχνικές συνομιλίες.
The soldier was honored for his service in the mil.
Ο στρατιώτης βραβεύτηκε για την υπηρεσία του στο στρατό.
The paper was measured in mils to ensure accuracy.
Το χαρτί μετρήθηκε σε χιλιοστά για να εξασφαλιστεί η ακρίβεια.
Η λέξη "mil" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ακολουθεί κάποιες στρατιωτικές φράσεις:
"Going the mil" – Αντιπροσωπεύει το να εργάζεσαι ή να κάνεις κάτι στρατιωτικά.
Π.χ. "He goes the mil when it comes to defense."
Αυτός κάνει τα στρατιωτικά του καθήκοντα όταν πρόκειται για άμυνα.
"Mil spec" – Αναφέρεται σε προδιαγραφές που τηρούν τα στρατιωτικά πρότυπα.
Π.χ. "This equipment meets mil spec requirements."
Αυτός ο εξοπλισμός πληροί τις προδιαγραφές του στρατού.
"Militarian mindset" – Ο τρόπος σκέψης που είναι στρατιωτικός ή στρατηγικός.
Π.χ. "She approaches problems with a militarian mindset."
Αυτή προσεγγίζει τα προβλήματα με στρατιωτική νοοτροπία.
Η λέξη "mil" είναι συντομογραφία από την αγγλική λέξη "military" που προέρχεται από τη λατινική λέξη "militari" που σημαίνει "στρατιωτικός".
Η λέξη "mil" μπορεί επίσης να συνδυάζεται με άλλες λέξεις ή χρήσεις ανάλογα με το συμφραζόμενο, αλλά οι παραπάνω πληροφορίες καλύπτουν τις πιο κοινές χρήσεις και σημασίες της.