Ο όρος "military spending" αναφέρεται στο ποσό χρημάτων που διατίθεται από μια κυβέρνηση ή ένα κράτος για την υποστήριξη των στρατιωτικών δυνάμεων και της άμυνας. Αυτό περιλαμβάνει δαπάνες για εξοπλισμούς, προσωπικό, εκπαίδευση, και άλλες σχετικά με στρατιωτικές δραστηριότητες.
Χρήση στην αγγλική γλώσσα: Η φράση "military spending" χρησιμοποιείται ευρέως σε πολιτικές και οικονομικές συζητήσεις, καθώς έχει σημαντικές επιπτώσεις σε εθνικές και διεθνείς σχέσεις.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε άρθρα, αναλύσεις και εκθέσεις για οικονομία και πολιτική.
The government has increased military spending to enhance national security.
(Η κυβέρνηση έχει αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες για να ενισχύσει την εθνική ασφάλεια.)
Critics argue that excessive military spending diverts funds from essential public services.
(Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι οι υπερβολικές στρατιωτικές δαπάνες αποσπούν πόρους από απαραίτητες δημόσιες υπηρεσίες.)
Military spending is often a controversial topic among political leaders.
(Οι στρατιωτικές δαπάνες είναι συχνά ένα αμφιλεγόμενο θέμα μεταξύ των πολιτικών ηγετών.)
Η φράση "military spending" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις, όπως:
"We need to tighten our belts when it comes to military spending."
(Πρέπει να σφίξουμε τη ζώνη μας όσον αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες.)
"There is a fine line between necessary military spending and wasteful expenditure."
(Υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στις αναγκαίες στρατιωτικές δαπάνες και τις σπατάλες.)
"Military spending should be balanced with social needs."
(Οι στρατιωτικές δαπάνες θα πρέπει να ισορροπούνται με τις κοινωνικές ανάγκες.)
"The debate on military spending continues to dominate the policy agenda."
(Η συζήτηση για τις στρατιωτικές δαπάνες συνεχίζει να κυριαρχεί στην πολιτική ατζέντα.)
Η λέξη "military" προέρχεται από το λατινικό "militari" που σημαίνει "στρατιωτικός", ενώ η λέξη "spending" προέρχεται από το γερμανικό "spenden", σημαίνοντας "ξοδεύω".
Military budget (στρατιωτικός προϋπολογισμός)
Αντώνυμα: