Ο όρος "milk solids" είναι ουσιαστικό (noun).
/mɪlk ˈsɒlɪdz/
Ο όρος "milk solids" αναφέρεται στα στερεά στοιχεία που περιέχονται στο γάλα, περιλαμβάνοντας πρωτεΐνες, λιπαρές ουσίες, και άλλα θρεπτικά συστατικά που δεν είναι επαρκώς διαλυτά. Αυτά τα στερεά στοιχεία είναι σημαντικά για τη θρεπτική αξία του γάλακτος και χρησιμοποιούνται σε διάφορες διατροφικές και βιομηχανικές εφαρμογές. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη διατροφή, τη βιομηχανία τροφίμων και τη χημεία των τροφίμων.
Η χρήση του "milk solids" είναι πιο συχνή σε τεχνικά και επιστημονικά πλαίσια παρά στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε πιο γενικές συζητήσεις σχετικά με τη διατροφή.
Ο όρος "milk solids" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες σχετικές φράσεις στη διατροφή και τη μαγειρική. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
When making cheese, it's essential to separate the milk solids from the whey.
(Όταν φτιάχνουμε τυρί, είναι απαραίτητο να διαχωρίσουμε τα στερεά γαλακτώδη από τον ορό.)
The nutritional value of products like cheese is largely due to their milk solids content.
(Η διατροφική αξία προϊόντων όπως το τυρί οφείλεται κυρίως στην περιεκτικότητά τους σε στερεά γαλακτώδη.)
Ο όρος προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "milk" σημαίνει "γάλα" και "solids" αναφέρεται σε "στερεά". Η χρήση του όρου αρχίζει ιδιαίτερα από το 20ο αιώνα καθώς η βιομηχανία τροφίμων εξέτασε περισσότερο τη σύνθεση των γαλακτοκομικών προϊόντων.
Συνώνυμα:
- Dairy solids
- Milk components
Αντώνυμα:
- Milk liquids
- Liquid milk
Αυτή η περιγραφή προσφέρει πλήρη κατανόηση της έννοιας και χρήσης του όρου "milk solids".