Η λέξη "milk-like" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει την υφή, την εμφάνιση ή τη γεύση του γάλατος. Συχνά χρησιμοποιείται σε περιγραφές προϊόντων όπως τρόφιμα, ποτά ή συστατικά που είτε περιέχουν γάλα είτε έχουν χαρακτηριστικά που θυμίζουν το γάλα. Η χρήση της μπορεί να βρεθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε επιστημονικά ή περιγραφικά κείμενα.
The dessert has a milk-like consistency that makes it very rich.
Η επιδόρπιο έχει μια γαλακτοειδή υφή που το καθιστά πολύ πλούσιο.
Many plant-based milks are designed to have a milk-like flavor.
Πολλά φυτικά γάλατα έχουν σχεδιαστεί για να έχουν μια γεύση παρόμοια με το γάλα.
She used a cream that was milk-like in texture for the recipe.
Χρησιμοποίησε μια κρέμα που ήταν γαλακτοειδής στην υφή για τη συνταγή.
Η λέξη "milk-like" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε περιγραφές και προτάσεις που τονίζουν την γαλακτώδη ποιότητα ενός προϊόντος ή μίας ουσίας.
The smoothie has a milk-like richness that I can’t get enough of.
Το smoothie έχει μια γαλακτώδη πλούτο από τον οποίο δεν μπορώ να χορτάσω.
This lotion provides a milk-like application that feels smooth on the skin.
Αυτή η λοσιόν προσφέρει μια γαλακτοειδή εφαρμογή που αισθάνεται λεία στο δέρμα.
The soup had a milk-like base that made it extra creamy.
Η σούπα είχε μια γαλακτώδη βάση που την έκανε ιδιαίτερα κρεμώδη.
Η λέξη "milk-like" αποτελείται από την αγγλική λέξη "milk" (γάλα) και το επίθετο "like" (όπως, παρόμοιος). Η σύνθεση υποδηλώνει την ιδιότητα κάποιου αντικειμένου να μοιάζει με το γάλα.
Ελπίζω αυτές οι πληροφορίες να σας φανούν χρήσιμες!