Adjective
/mɪˈmɪkəl/
Η λέξη "mimical" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με τη μίμηση ή τη μίμηση των χαρακτηριστικών, συμπεριφορών ή κινήσεων κάποιου. Είναι μια λιγότερο συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη σε σύγκριση με παρόμοιες, όπως "mimic". Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά κείμενα, καθώς και σε ψυχολογικές ή κοινωνιολογικές αναλύσεις. Η χρήση της σε προφορική ομιλία είναι σπανιότερη.
Η μιμητική συμπεριφορά του παιδιού αντανάκλασε ό,τι είδε στην τηλεόραση.
She has a mimical talent that allows her to impersonate famous figures.
Έχει ένα μιμητικό ταλέντο που της επιτρέπει να ενσαρκώνει διάσημες φιγούρες.
The mimical expressions of the actors added depth to the performance.
Η λέξη "mimical" δεν είναι συνήθως ενταγμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια της μίμησης είναι κοινή σε πολλές εκφράσεις ή φράσεις.
Να κάνεις μια μιμητική κίνηση.
His mimical skills are impressive during the performance.
Οι μιμητικές του ικανότητες είναι εντυπωσιακές κατά την παράσταση.
She mimically rehearsed her lines.
Η λέξη "mimical" προέρχεται από τη λέξη "mimic", η οποία καταλήγει σε -al για να σχηματίσει ένα επίθετο που περιγράφει κάτι σχετικό με τη μίμηση. Η ρίζα της λέξης προέρχεται από την ελληνική λέξη "μίμος" (mimos), που σημαίνει "μιμητής".
Συνώνυμα: - Imitative - Mimetic
Αντώνυμα: - Original - Unique