Ο όρος "mineral raw materials" αναφέρεται σε φυσικές πρώτες ύλες που εξάγονται από τη Γη και χρησιμοποιούνται για την παραγωγή διαφόρων προϊόντων, όπως μέταλλα, ορυκτά και άλλα υλικά. Οι ορυκτές πρώτες ύλες παίζουν κρίσιμο ρόλο σε πολλές βιομηχανίες, συμπεριλαμβανομένων των κατασκευών, της τεχνολογίας και της ενέργειας. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι πιο έντονη σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, αν και μπορεί επίσης να εμφανίζεται στον προφορικό λόγο όταν συζητούνται θέματα που σχετίζονται με τη βιομηχανία ή την εξόρυξη.
Η εξόρυξη μεταλλεύσιμων πρώτων υλών είναι απαραίτητη για τη βιομηχανία κατασκευών.
Investing in sustainable sourcing of mineral raw materials can benefit the environment.
Η επένδυση σε βιώσιμη προμήθεια ορυκτών πρώτων υλών μπορεί να ωφελήσει το περιβάλλον.
Countries rich in mineral raw materials often have strong economies.
Ο όρος "mineral raw materials" δεν απαντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες χρήσιμες φράσεις που μπορούν να σχετίζονται:
(Αναφέρεται σε περιοχές πλούσιες σε πηγές ορυκτών.)
"Mineral raw materials for a sustainable future"
(Δηλώνει τη σημασία βιώσιμων πρακτικών στην εξόρυξη.)
"The demand for mineral raw materials is skyrocketing"
Ο όρος "mineral" προέρχεται από τη λέξη "minera" που σημαίνει "ορυκτό" και έχει ρίζες στα Λατινικά. Ο όρος "raw materials" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "raw," που σημαίνει "ακατέργαστο" και τη λέξη "material" που προέρχεται από το Λατινικό "materialis," σημαίνον "σχετικά με την ύλη."
resources (πόροι)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες αποτυπώνουν τον όρο "mineral raw materials" με μια ολοκληρωμένη και σαφή προσέγγιση.