Λέξη: Mineralocorticoid
Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Φωνητική Μεταγραφή: /ˌmɪn.ər.əˈkɔː.tɪ.kɔɪd/
Ο όρος "mineralocorticoid" αναφέρεται σε μια κατηγορία στεροειδών ορμονών που παράγονται από τον φλοιό των επινεφριδίων και είναι υπεύθυνες για την ρύθμιση της ισορροπίας των ηλεκτρολυτών και του νερού στον οργανισμό. Οι πιο γνωστοί μιναραλοκορτικοειδείς είναι η αλδοστερόνη.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στους τομείς της ιατρικής και της βιολογίας, ιδιαίτερα σε συνάρτηση με διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε ιατρικά κείμενα και επιστημονικές δημοσιεύσεις.
Η έρευνα επικεντρώθηκε στις επιδράσεις των μιναραλοκορτικοειδών στη λειτουργία των νεφρών.
Patients with adrenal insufficiency may require mineralocorticoid replacement therapy.
Οι ασθενείς με επινεφριδική ανεπάρκεια μπορεί να χρειάζονται θεραπεία αντικατάστασης μιναραλοκορτικοειδών.
Increased levels of mineralocorticoids can lead to hypertension.
Η λέξη "mineralocorticoid" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, σχετίζεται με αρκετές ιατρικές αναφορές. Ορισμένα παραδείγματα:
Η ισορροπία των υγρών και των ηλεκτρολυτών είναι κρίσιμη για την αποτελεσματικότητα των μιναραλοκορτικοειδών.
Endocrinologists often assess mineralocorticoid activity in patients with electrolyte imbalances.
Οι ενδοκρινολόγοι συχνά αξιολογούν τη δραστηριότητα των μιναραλοκορτικοειδών σε ασθενείς με ανισορροπίες ηλεκτρολυτών.
Patients undergoing treatment with mineralocorticoids must be monitored for side effects.
Ο όρος "mineralocorticoid" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "mineral" (ορυκτό), "cortex" (φλοιός), και "steroid" (στεροειδές), υποδηλώνοντας την προέλευση και την λειτουργία τους.
Συνώνυμα:
- Αλδοστερόνη (ως συγκεκριμένος τύπος μιναραλοκορτικοειδούς)
Αντώνυμα:
- Αντιστρατιωτικές ορμόνες (σε γενικό πλαίσιο, αν και δεν είναι ακριβές αντώνυμο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναδείξει τις αντίθετες δράσεις των ορμονών).