Η λέξη "mingy" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι τσιγκούνης ή σφιχτός, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τα χρήματα ή την κατανάλωση. Χρησιμοποιείται κυρίως στο βρετανικό αγγλικά και είναι σχετικά σπάνια, με αύξηση στη χρήση της σε άτυπες ή καθημερινές συνομιλίες.
He is too mingy to buy a round of drinks for his friends.
(Είναι πολύ τσιγκούνης για να αγοράσει γύρο για τους φίλους του.)
I can't stand mingy people who never tip at restaurants.
(Δεν μπορώ να αντέξω τους τσιγκούνηδες που ποτέ δεν αφήνουν φιλοδώρημα στα εστιατόρια.)
The mingy attitude of the company towards employee benefits was disappointing.
(Η τσιγκούνη στάση της εταιρείας προς τα οφέλη των υπαλλήλων ήταν απογοητευτική.)
Η λέξη "mingy" δεν είναι πολύ κοινή στις ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά περιορίζεται κυρίως σε φράσεις που αναφέρονται σε τσιγκουνιές και περιορισμούς στις δαπάνες.
Don't be mingy; share your snacks with everyone!
(Μη γίνεσαι τσιγκούνης; Μοιράσου τα σνακ σου με όλους!)
His mingy ways made it hard for him to keep friends.
(Οι τσιγκούνηδες τρόποι του έκαναν δύσκολη τη διατήρηση φίλων.)
She found it hard to date anyone who was so mingy with money.
(Έβρισκε δύσκολο να βγει ραντεβού με κάποιον που ήταν τόσο τσιγκούνης με τα χρήματα.)
Η λέξη "mingy" προέρχεται από τη βρετανική αργκό και οι ρίζες της συνδέονται με τον όρο "minge", μια λέξη που προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη που σημαίνει "ολίγον" ή "περιορισμένο".