Ο φράση "minimum measure" είναι ουσιαστικό.
/ˈmɪnɪməm ˈmɛʒər/
Η φράση "minimum measure" αναφέρεται στην ελάχιστη ποσότητα ή το ελάχιστο επίπεδο που απαιτείται σε κάποιο τομέα ή για μια συγκεκριμένη προϋπόθεση. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά, τεχνικά και οικονομικά κείμενα. Η χρήση της είναι συνήθως πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο.
English: The contractor must meet the minimum measure for safety regulations.
Greek: Ο ανάδοχος πρέπει να τηρεί την ελάχιστη μέτρηση για τους κανονισμούς ασφαλείας.
English: The minimum measure for this project is set at 100 units.
Greek: Η ελάχιστη μέτρηση για αυτό το έργο ορίζεται στα 100 τεμάχια.
English: There is a minimum measure of evidence needed to support the claim.
Greek: Υπάρχει μια ελάχιστη μέτρηση αποδείξεων που χρειάζεται για να υποστηρίξει την αξίωση.
English: We need to establish a minimum measure of success to evaluate our progress.
Greek: Πρέπει να καθορίσουμε μια ελάχιστη μέτρηση επιτυχίας για να αξιολογήσουμε την πρόοδό μας.
English: The company adopted a minimum measure of transparency in its operations.
Greek: Η εταιρεία υιοθέτησε μια ελάχιστη μέτρηση διαφάνειας στις λειτουργίες της.
English: To ensure fairness, a minimum measure of contribution is required from all participants.
Greek: Για να διασφαλιστεί η δικαιοσύνη, απαιτείται μια ελάχιστη μέτρηση συνεισφοράς από όλους τους συμμετέχοντες.
English: The insurance policy has a minimum measure of coverage for all claims.
Greek: Η ασφαλιστική πολιτική έχει μια ελάχιστη μέτρηση κάλυψης για όλες τις αξιώσεις.
English: Establishing a minimum measure of quality helps maintain standards.
Greek: Η καθόριση μιας ελάχιστης μέτρησης ποιότητας βοηθά στη διατήρηση των προτύπων.
Η λέξη "minimum" προέρχεται από το λατινικό "minimum", που σημαίνει "το λιγότερο", ενώ η λέξη "measure" προέρχεται από το λατινικό "mensura", που σημαίνει "μέτρηση".