Ο όρος "minister counsellor" είναι αντωνυμία που χρησιμοποιείται κυρίως σε διπλωματικά και πολιτικά περιβάλλοντα και αναφέρεται σε έναν διπλωμάτη που κατέχει ανώτατη θέση, κάτω από τον πρεσβευτή.
/ˈmɪnɪstər ˈkaʊnsələr/
Ο όρος "minister counsellor" χρησιμοποιείται στον τομέα της διπλωματίας. Αποτελεί τη θέση ενός διπλωμάτη ο οποίος συνεργάζεται με τον πρεσβευτή μιας χώρας και έχει συχνά αρμοδιότητες που σχετίζονται με την πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις. Η χρήση του όρου είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως αναφορές και διακηρύξεις, αλλά η θέση είναι επίσης σημαντική σε προφορικές διπλωματικές συζητήσεις.
The minister counsellor represented the country at the international summit.
Ο υπουργός σύμβουλος εκπροσώπησε τη χώρα στη διεθνή σύνοδο.
She was appointed as the minister counsellor due to her extensive experience in foreign relations.
Διορίστηκε ως υπουργός σύμβουλος λόγω της εκτενούς εμπειρίας της στις διεθνείς σχέσεις.
The minister counsellor plays a crucial role in shaping the country's diplomatic strategy.
Ο υπουργός σύμβουλος παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της διπλωματικής στρατηγικής της χώρας.
Ο όρος "minister counsellor" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις σε άλλα πλαίσια, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε πολλές διπλωματικές και πολιτικές φράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα εκφράσεων με τον όρο:
The minister counsellor's insight was invaluable during the negotiations.
Η οξυδέρκεια του υπουργού συμβούλου ήταν ανεκτίμητη κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
Our minister counsellor has developed strong relationships with foreign officials.
Ο υπουργός σύμβουλός μας έχει αναπτύξει ισχυρές σχέσεις με ξένους αξιωματούχους.
The minister counsellor often advises the ambassador on sensitive matters.
Ο υπουργός σύμβουλος συχνά συμβουλεύει τον πρεσβευτή σε ευαίσθητα ζητήματα.
After years of service, the minister counsellor has become a respected figure in diplomacy.
Μετά από χρόνια υπηρεσίας, ο υπουργός σύμβουλος έχει γίνει μια σεβαστή προσωπικότητα στη διπλωματία.
Ο όρος "minister" προέρχεται από την λατινική λέξη "minister", που σημαίνει "υπηρέτης". Ο όρος "counsellor" προέρχεται από το γαλλικό "conseiller", που σημαίνει "συμβουλεύω". Στην πολιτική και διπλωματική ορολογία, σήμαινε αρχικά κάποιον που παρέχει συμβουλές, αλλά έχει εξελιχθεί για να αναφέρεται σε συγκεκριμένες θέσεις.
Αυτές οι πληροφορίες προσδιορίζουν πλήρως τον όρο "minister counsellor" και τη χρήση του στη γλώσσα Αγγλικά.