Ο όρος "minister resident" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈmɪnɪstər ˈrɛzɪdənt/
Ο όρος "minister resident" αναφέρεται σε έναν διπλωμάτη που είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση του διπλωματικού γραφείου στην ξένη χώρα και έχει το ρόλο παρόμοιο με αυτόν ενός πρεσβευτή, αλλά χωρίς τους αντίστοιχους τίτλους και εξουσίες. Στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται κυρίως σε επίσημα και διπλωματικά περιβάλλοντα. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικούς διαλόγους.
Ο μόνιμος υπουργός παρέδωσε μια σημαντική ομιλία στην διάσκεψη.
As a minister resident, he was responsible for maintaining diplomatic relations.
Ως μόνιμος υπουργός, ήταν υπεύθυνος για τη διατήρηση των διπλωματικών σχέσεων.
The minister resident's role has become increasingly significant in international affairs.
Ο όρος "minister resident" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη διπλωματία.
Να είσαι μόνιμος υπουργός σε ξένη αποστολή.
Minister resident's duties - The responsibilities and tasks of a permanent minister.
Υποχρεώσεις του μόνιμου υπουργού.
Appointment of a minister resident - The official designation of a permanent minister.
Ο όρος "minister" προέρχεται από τη λατινική λέξη "minister", που σημαίνει "υπηρέτης", και "resident" προέρχεται από τη λατινική λέξη "residentem", που σημαίνει "να διαμένω".
Συνώνυμα: - Chief of Mission - Diplomatic Representative
Αντώνυμα: - Minister out of post - Temporary representative