Ministry είναι ουσιαστικό.
/ˈmɪnɪstri/
Η λέξη "ministry" αναφέρεται συνήθως σε ένα κυβερνητικό τμήμα ή την υπουργική αρχή που είναι υπεύθυνη για μια συγκεκριμένη δημόσια πολιτική ή διαδικασία. Στη γλώσσα Αγγλικά, χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της κυβερνητικής οργάνωσης και της διοίκησης. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα όπως αναφορές και ειδήσεις, αλλά είναι επίσης παρούσα σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με την πολιτική και τη διακυβέρνηση.
Το υπουργείο ανακοίνωσε νέες πολιτικές για μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης.
She works in the foreign affairs ministry.
Δουλεύει στο υπουργείο εξωτερικών υποθέσεων.
The health ministry is responsible for public health initiatives.
Η λέξη "ministry" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως υπάρχουν εκφράσεις που σχετίζονται με την πολιτική ή τη διοίκηση. Ακολουθούν παραδείγματα:
Κατείχε θέση στο υπουργείο παιδείας για πάνω από μια δεκαετία.
The ministry of finance announced new tax regulations.
Το υπουργείο οικονομικών ανακοίνωσε νέες φορολογικές ρυθμίσεις.
After the election, there were significant changes in the ministry of health.
Μετά τις εκλογές, υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στο υπουργείο υγείας.
Many citizens are concerned about policies from the ministry of interior.
Η λέξη "ministry" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ministerium," που σημαίνει υπηρεσία ή έργο, και η ρίζα της είναι η λέξη "ministrare," που σημαίνει υπηρετώ ή παρέχω υπηρεσία.
Συνώνυμα: - Department (τμήμα) - Agency (υπηρεσία)
Αντώνυμα: - Private sector (ιδιωτικός τομέας) - Individual (άτομο)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "ministry" και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.