Ο συνδυασμός λέξεων "minor defect" είναι ένα ομόλογο όρο, με τη λέξη "minor" να είναι επίθετο και τη λέξη "defect" να είναι ουσιαστικό.
/phras noun/ ˈmaɪ.nər dɪˈfɛkt /
Η φράση "minor defect" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια μικρή ή ασήμαντη ελλιπή προδιαγραφή ή βλάβη σε ένα αντικείμενο ή προϊόν. Χρησιμοποιείται συχνά σε κυκλώματα ποιοτικού ελέγχου, στην παραγωγή, αλλά και μεταφορικά σε διάφορες πτυχές της ζωής. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως αναφορές και τεχνικές περιγραφές.
Το προϊόν ανακλήθηκε λόγω μιας μικρής βλάβης.
After inspection, we found a minor defect in the construction.
Μετά την επιθεώρηση, βρήκαμε ένα μικρό ελάττωμα στην κατασκευή.
The minor defect did not affect the overall performance of the device.
Η φράση "minor defect" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη διαχείριση ποιότητας και ελέγχου. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν σχετικές εκφράσεις:
Είναι απλώς μια μικρή ατέλεια, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
We can fix the minor defect without any additional costs.
Μπορούμε να διορθώσουμε την μικρή βλάβη χωρίς επιπλέον κόστος.
Identifying minor defects early can save a lot of time down the line.
Η έγκαιρη αναγνώριση μικρών ελαττωμάτων μπορεί να εξοικονομήσει πολύ χρόνο στο μέλλον.
Even a minor defect can lead to serious issues if not addressed.
Negligible flaw (Αμελητέα ελάττωμα)
Αντώνυμα: