Ο συνδυασμός λέξεων "minor expansion" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/mɪnər ɪkˈspænʃən/
Η φράση "minor expansion" αναφέρεται σε μια μικρή ή περιορισμένη διαδικασία ή δράση που ενδεχομένως αυξάνει ή επεκτείνει κάτι. Μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στη μηχανική, την οικονομία, την επιστήμη ή τις επιχειρήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά καλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται πιο συχνά στο γραπτό λόγο ειδικά σε τεχνικά ή ακαδημαϊκά κείμενα.
The company plans a minor expansion to its product line.
Η εταιρεία σχεδιάζει μια μικρή επέκταση στη σειρά προϊόντων της.
The city is undergoing a minor expansion, adding a few new parks.
Η πόλη υφίσταται μια μικρή επέκταση, προσθέτοντας μερικά νέα πάρκα.
Η φράση "minor expansion" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
In the context of business strategy, minor expansions can lead to major profits.
Στο πλαίσιο στρατηγικής επιχειρήσεων, οι μικρές επεκτάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε μεγάλα κέρδη.
A minor expansion in your skill set can make a difference in job prospects.
Μια μικρή επέκταση στο σύνολο των δεξιοτήτων σας μπορεί να κάνει τη διαφορά στις προοπτικές εργασίας.
Even a minor expansion of the project scope can introduce new challenges.
Ακόμα και μια μικρή επέκταση της εμβέλειας του έργου μπορεί να εισαγάγει νέες προκλήσεις.
The minor expansion of the budget allowed for some additional features.
Η μικρή επέκταση του προϋπολογισμού επέτρεψε μερικές πρόσθετες δυνατότητες.
They conducted a minor expansion of the research parameters to ensure comprehensive results.
Πραγματοποίησαν μια μικρή επέκταση των παραμέτρων της έρευνας για να εξασφαλίσουν ολοκληρωμένα αποτελέσματα.
Η λέξη "minor" προέρχεται από τη λατινική λέξη "minor", που σημαίνει "μικρότερος" ή "λιγότερο σημαντικός". Η λέξη "expansion" προέρχεται από τη λατινική "expansio" που σημαίνει "ευρεία" ή "επέκταση".
Συνώνυμα: - μικρή αύξηση - περιορισμένη ανάπτυξη
Αντώνυμα: - μεγάλη επέκταση - εκτενής ανάπτυξη