Ο συνδυασμός λέξεων "minor factor" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈmaɪnər ˈfæktər/
Ο όρος "minor factor" αναφέρεται σε έναν παράγοντα που έχει μικρή ή λιγότερη σημασία ή επιρροή σε κάποια κατάσταση ή απόφαση. Χρησιμοποιείται συνήθως σε επιστημονικά, οικονομικά ή κοινωνικά κείμενα για να περιγράψει παράγοντες που δεν είναι καθοριστικοί αλλά μπορεί να έχουν κάποια επίδραση.
Συχνότητα Χρήσης: Η χρήση του "minor factor" είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο σε επαγγελματικά, ακαδημαϊκά ή τεχνικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Ο προϋπολογισμός επηρεάστηκε έντονα από κύριους παράγοντες, αλλά ο δευτερεύων παράγοντας έπαιξε επίσης ρόλο.
While many aspects were considered, the minor factor was ultimately disregarded.
Ο όρος "minor factor" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με την ανάλυση και την αξιολόγηση παράγοντων και καταστάσεων.
Στο σύνολο των πραγμάτων, ο δευτερεύων παράγοντας σχεδόν δεν έχει σημασία.
When making a decision, don’t let minor factors cloud your judgment.
Όταν παίρνεις μια απόφαση, μην αφήνεις τους δευτερεύοντες παράγοντες να θολώνουν την κρίση σου.
The report highlighted major factors, but also acknowledged minor factors that could still contribute.
Η αναφορά ανέδειξε τους κύριους παράγοντες, αλλά αναγνώρισε επίσης τους δευτερεύοντες παράγοντες που θα μπορούσαν να συμβάλουν.
Even though it's a minor factor, it's still important to consider all elements.
Η λέξη "minor" προέρχεται από το λατινικό "minor" που σημαίνει "μικρός" ή "λιγότερος". Ο όρος "factor" προέρχεται από το λατινικό "facere" που σημαίνει "να κάνει" ή "να παράγει", αναφερόμενος σε κάτι που επηρεάζει ή συμβάλλει σε ένα αποτέλεσμα.
Συνώνυμα: - secondary factor (δευτερεύων παράγοντας) - lesser factor (μικρότερος παράγοντας)
Αντώνυμα: - major factor (κύριος παράγοντας) - primary factor (πρωτεύων παράγοντας)