Minor injury: Υποκείμενο (noun phrase)
/ˈmaɪnər ˈɪnʤəri/
Ο όρος "minor injury" αναφέρεται σε έναν τραυματισμό που δεν είναι σοβαρός. Συνήθως περιγράφει τραυματισμούς που δεν απαιτούν άμεση ιατρική φροντίδα ή νοσηλεία, όπως ελαφρές γρατζουνιές, μώλωπες ή μικρούς πόνους. Η χρήση του είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε ιατρικά ή αθλητικά συμφραζόμενα.
Υποστήριξε έναν μικρό τραυματισμό κατά τη διάρκεια του ποδοσφαίρου.
The doctor confirmed that it was just a minor injury.
Ο γιατρός επιβεβαίωσε ότι ήταν απλώς ένας μικρός τραυματισμός.
After the accident, she was relieved to find out it was a minor injury.
Η φράση "minor injury" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε συμφραζόμενα που αναφέρονται σε αθλητισμό ή καθημερινές δραστηριότητες.
Μην ανησυχείς, είναι απλώς ένας μικρός τραυματισμός; Θα είσαι και πάλι στα πόδια σου πολύ σύντομα.
After the match, the coach reassured the player that a minor injury was part of the game.
Μετά τον αγώνα, ο προπονητής διαβεβαίωσε τον παίκτη ότι ένας μικρός τραυματισμός είναι μέρος του παιχνιδιού.
The athlete learned to take care of even a minor injury to prevent it from becoming worse.
Ο όρος "minor" προέρχεται από το λατινικό minorum, που σημαίνει "μικρός" ή "λιγότερος". Η λέξη "injury" προέρχεται από το αρχαίο γαλλικό injurie και το λατινικό iniuria, που σημαίνει "αδικία" ή "τραυματισμός".
Συνώνυμα: - Light injury - Small injury - Slight injury
Αντώνυμα: - Major injury - Severe injury - Critical injury