Η φράση "minor term" είναι ουσιαστικό.
/ˈmaɪnər tɜrm/
Ο όρος "minor term" χρησιμοποιείται κυρίως στους τομείς της λογικής και των μαθηματικών, αναφερόμενος σε μια κατηγορία που αναφέρεται σε έναν ειδικό ή ελάσσοντα όρο σε ένα συμπέρασμα. Στη λογική, χρησιμοποιείται κατά την εκτέλεση συλλογισμών ή κατά την ανάλυση προτάσεων. Η φράση απαντάται περισσότερο σε γραπτά κείμενα στον τομέα της φιλοσοφίας, των μαθηματικών και της λογικής.
In the argument, the minor term is crucial for drawing the right conclusion.
Στην επιχειρηματολογία, ο ελάσσων όρος είναι κρίσιμος για να βγει το σωστό συμπέρασμα.
The minor term in this syllogism refers to a specific example of the major premise.
Ο μικρός όρος σε αυτόν τον σιλόγισμο αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα της κύριας προκείμενης.
Understanding the role of the minor term is essential for effective reasoning.
Η κατανόηση του ρόλου του ελάσσωνος όρου είναι απαραίτητη για αποτελεσματική σκέψη.
Η φράση "minor term" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες συνθέσεις για να αναδείξει τη σημασία των μικρών σχημάτων στα επιχειρήματα ή τη λογική.
The minor term plays a supportive role in the overall structure of the argument.
Ο ελάσσων όρος παίζει έναν υποστηρικτικό ρόλο στη συνολική δομή της επιχειρηματολογίας.
Without defining the minor term, the argument lacks clarity.
Χωρίς τον ορισμό του ελάσσωνος όρου, η επιχειρηματολογία λείπει από σαφήνεια.
The discussion highlighted how a minor term can alter the meaning of a major premise.
Η συζήτηση ανέδειξε πώς ένας μικρός όρος μπορεί να αλλάξει την έννοια μιας κύριας προκείμενης.
Ο όρος "minor" προέρχεται από τα Λατινικά "minor", που σημαίνει "μικρότερος", και "term" από τα Λατινικά "terminus", που σημαίνει "όριο" ή "όρος".
Συνώνυμα: - μικρός όρος - ελάσσων όρος
Αντώνυμα: - κύριος όρος - σημαντικός όρος