Miraculous είναι επίθετο.
/mɪˈræk.jə.ləs/
Η λέξη "miraculous" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι θαυμαστό ή εκπληκτικό, συνήθως σε σχέση με ένα γεγονός που φαίνεται να παραβιάζει τους φυσικούς νόμους ή που δεν μπορεί να εξηγηθεί με λογικό τρόπο. Χρησιμοποιείται συχνά σε θρησκευτικά ή πνευματικά συμφραζόμενα, αλλά και σε καθημερινή χρήση για να αποδώσει την έννοια του εξαιρετικού ή απροσδόκητου. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με λίγο μεγαλύτερη παρουσία στον γραπτό λόγο.
Η θαυμαστή ανάρρωση του ασθενούς εξέπληξε όλους.
It was a miraculous day when they found the lost items.
Ήταν μια θαυμαστή μέρα όταν βρήκαν τα χαμένα αντικείμενα.
Many people believe in miraculous events that change lives.
Η λέξη "miraculous" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες προτάσεις που θέλουν να δώσουν έμφαση σε εξαιρετικά χαρακτηριστικά ή καταστάσεις.
Η θαυμαστή εξέλιξη των γεγονότων εξέπληξε όλους.
She experienced a miraculous moment of clarity.
Βίωσε μια θαυμαστή στιγμή κατανόησης.
His miraculous talent for music astounded everyone.
Το θαυμαστό του ταλέντο στη μουσική εκπλήσσει όλους.
The team's miraculous victory was celebrated by fans.
Η θαυμαστή νίκη της ομάδας γιορτάστηκε από τους φιλάθλους.
People often talk about miraculous coincidences in their lives.
Η λέξη "miraculous" προέρχεται από το λατινικό "miraculum", που σημαίνει "θαυμαστό γεγονός" ή "θαύμα", το οποίο προέρχεται από το "mirari", που σημαίνει "να θαυμάζεις".
Συνώνυμα: - Astonishing - Stupendous - Extraordinary
Αντώνυμα: - Ordinary - Common - Unremarkable