Misapplication: Ουσιαστικό
Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: /ˌmɪsˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/
Το misapplication αναφέρεται στη λανθασμένη ή ακατάλληλη εφαρμογή ή χρήση κάτι, όπως κανόνες, διαδικασίες ή πόρους. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως σε επίσημα και νομικά πλαίσια, καθώς και σε οικονομικές και επιχειρηματικές συζητήσεις. Η συχνότητά της είναι μεγαλύτερη σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Η κακή εφαρμογή των πόρων μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές χρηματοοικονομικές συνέπειες.
Misapplication of the law is a common issue in many legal cases.
Η λέξη “misapplication” δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με τις συνέπειες της λανθασμένης εφαρμογής.
Η έρευνα αποκάλυψε μια λανθασμένη εφαρμογή της πολιτικής που επηρέασε το ηθικό των υπαλλήλων.
Addressing the misapplication of educational resources is critical for student success.
Η αντιμετώπιση της κακής εφαρμογής των εκπαιδευτικών πόρων είναι κρίσιμη για την επιτυχία των μαθητών.
A misapplication of technology can hinder productivity rather than enhance it.
Η λέξη misapplication προέρχεται από το πρόθεμα "mis-" που σημαίνει "λάθος" και την λέξη "application", που προέρχεται από τη λατινική "applicatio", που σημαίνει "εφαρμογή".
Συνώνυμα: - Misuse (κακή χρήση) - Incorrect application (λανθασμένη εφαρμογή)
Αντώνυμα: - Correct application (σωστή εφαρμογή) - Proper use (καλή χρήση)