Η λέξη "misemploy" αναφέρεται στην πράξη της ακατάλληλη ή εσφαλμένη χρήσης ή απασχόλησης κάποιου πράγματος, πόρου ή ατόμου. Χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά ή οργανωτικά συμφραζόμενα, για να δηλώσει ότι κάποιος δεν αξιοποιεί σωστά τους διαθέσιμους πόρους ή τις ικανότητες κάποιου.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "misemploy" είναι χαμηλή, και συνήθως συναντάται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, όπως αναφορές ή ακαδημαϊκές μελέτες, παρά στον προφορικό λόγο.
The manager decided that the resources were being misemployed in the project.
(Ο διευθυντής αποφάσισε ότι οι πόροι χρησιμοποιούνταν εσφαλμένα στο έργο.)
Misemploying your skills can lead to dissatisfaction at work.
(Η κακή χρήση των ικανοτήτων σας μπορεί να οδηγήσει σε δυσαρέσκεια στη δουλειά.)
Η λέξη "misemploy" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να υπάρχουν σχετικές εκφράσεις σχετικά με την κακή χρήση πόρων ή ικανοτήτων.
Don't misemploy your talents; they are worth more than you think.
(Μην κακομεταχειρίζεσαι τα ταλέντα σου· αξίζουν περισσότερα από ό,τι νομίζεις.)
He realized he had been misemploying his time in unproductive meetings.
(Κατάλαβε ότι είχε καταναλώσει εσφαλμένα τον χρόνο του σε μη παραγωγικές συναντήσεις.)
Η λέξη "misemploy" προέρχεται από το πρόθεμα "mis-" (που υποδηλώνει λάθος ή εσφαλμένη πράξη) και το ρήμα "employ" (να χρησιμοποιείς ή να απασχολείς).