Ρήμα
/mɪsəl/
Η λέξη "missile" αναφέρεται σε έναν τύπο όπλου που μπορεί να πετάξει σε μεγάλες αποστάσεις με σκοπό να πλήξει συγκεκριμένο στόχο. Συνήθως, οι πύραυλοι χρησιμοποιούνται σε στρατιωτικές επιχειρήσεις και μπορούν να είναι είτε καθοδηγούμενοι είτε μη καθοδηγούμενοι. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε στρατηγικά ή Πολεμικά συμφραζόμενα και είναι πιο συχνή σε γραπτές αναφορές και ειδήσεις παρά στον προφορικό λόγο.
Ο στρατός εκτόξευσε έναν πύραυλο κατά τη διάρκεια της άσκησης.
The missile was designed to reach its target with high precision.
Ο πύραυλος σχεδιάστηκε να φτάνει στον στόχο του με υψηλή ακρίβεια.
Countries are in constant competition to develop advanced missile systems.
"Να αναχαιτίσεις έναν πύραυλο."
"Missile defense system"
"Σύστημα άμυνας κατά πυραύλων."
"The missile crisis"
"Η κρίση των πυραύλων."
"Cruise missile"
"Πύραυλος κρουζ."
"Ballistic missile"
"Βαλλιστικός πύραυλος."
"To launch a missile strike"
Η λέξη "missile" προέρχεται από το λατινικό "missilis," που σημαίνει "αυτό που μπορεί να βληθεί." Το "mittere" (να στείλω) είναι η ρίζα της, η οποία συνδέεται με την έννοια της εκτόξευσης ή του βλητικού.
Η λέξη "missile" είναι ένας τεχνικός όρος που έχει σημαντική απήχηση στις συζητήσεις γύρω από στρατηγική, πολιτική, και στρατιωτική τεχνολογία.