Η λέξη "missioner" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή στα διεθνή φωνητικά σύμβολα (IPA): /ˈmɪʃənər/
Η λέξη "missioner" αναφέρεται σε άτομο που συμμετέχει σε μια αποστολή, συνήθως με θρησκευτικό ή κοινωνικό σκοπό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που προωθούν τη θρησκεία τους και εργάζονται για την υποστήριξη κοινοτήτων ή ατόμων σε ανάγκη. Η χρήση της λέξης αυτή είναι συχνή σε προφορικούς και γραπτούς λόγους, αν και μπορεί να είναι πιο διαδεδομένη σε θεολογικά ή κοινωνικά κείμενα.
Αυτός δούλεψε ως αποστολέας στην Αφρική για αρκετά χρόνια.
The missioner dedicated her life to helping the poor.
Η ιεραπόστολος αφιέρωσε τη ζωή της στην βοήθεια των φτωχών.
Many missioners travel around the world to spread their faith.
Η λέξη "missioner" μπορεί να μην είναι συχνά μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά σχετίζεται με έννοιες όπως οι αποστολές ή η υπηρεσία προς τους άλλους. Εδώ είναι κάποιες σχετικές προτάσεις:
Έχει την καρδιά ενός αποστολέα και βοηθά όπου μπορεί.
Being a missioner is not just a job; it's a calling.
Να είσαι ιεραπόστολος δεν είναι απλά μια εργασία, είναι μια κλίση.
The missioner’s work reflects the spirit of service.
Η εργασία του αποστολέα αντικατοπτρίζει το πνεύμα της υπηρεσίας.
Her family has a long history of being missioners.
Η οικογένειά της έχει μακρά ιστορία να είναι ιεραπόστολοι.
Every missioner faces unique challenges in their work.
Η λέξη "missioner" προέρχεται από τη λέξη "mission", η οποία προέρχεται από το λατινικό "missio", που σημαίνει "αποστολή". Αυτή η λέξη είναι στενά συνδεδεμένη με θρησκευτικές και κοινωνικές αποστολές.
Συνώνυμα: - αποστολέας - ιεραπόστολος - πιστός
Αντώνυμα: - απεργοσπάστης - αδιάφορος - αποστασιοποιημένος