Η λέξη "missus" είναι ουσιαστικό.
/mɪsəs/
Η λέξη "missus" χρησιμοποιείται ως ανεπίσημος όρος για να αναφερθεί σε μια κυρία ή τη σύζυγο κάποιου. Συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε οικογενειακά ή φιλικά περιβάλλοντα.
Η χρήση της λέξης δεν είναι ιδιαίτερα συχνή στο γραπτό κείμενο, καθώς προτιμώμενες είναι πιο επίσημες λέξεις όπως "wife" (σύζυγος) ή "Mrs." (κυρία).
"Ρώτησα τη σύζυγό μου να με βοηθήσει με το δείπνο."
"My missus loves going to the theater."
"Η κυρία μου λατρεύει να πηγαίνει στο θέατρο."
"I forgot to ask my missus about the plans."
Η λέξη "missus" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο.
"Η κυρία μου έχει πάντα δίκιο."
"I can't go out tonight; the missus has other plans."
"Δεν μπορώ να βγω απόψε· η κυρία μου έχει άλλα σχέδια."
"When the missus is happy, everyone is happy."
"Όταν η κυρία είναι χαρούμενη, όλοι είναι χαρούμενοι."
"I'll check with the missus before making a decision."
"Θα ρωτήσω τη σύζυγό μου πριν πάρω μια απόφαση."
"My missus doesn't like that restaurant."
Η λέξη "missus" προέρχεται από τη λατινική λέξη "mārs", που σημαίνει "κύριος" ή "σύζυγος". Η αναφορά σε γυναίκες συζύγους με αυτόν τον τρόπο προήλθε ως μία ανεπίσημη παραλλαγή της λέξης "mistress".
Με αυτόν τον τρόπο, η λέξη "missus" καλύπτει μια σειρά χρήσεων και εκφράσεων που αντικατοπτρίζουν την πολιτιστική της σημασία στην αγγλική γλώσσα.