Misusage είναι ουσιαστικό.
/ˌmɪsˈjuːsɪdʒ/
Η λέξη misusage αναφέρεται στη λανθασμένη ή ακατάλληλη χρήση κάποιου πράγματος, ειδικά αναφορικά με γλώσσα ή λέξεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε λογοτεχνία, ακαδημαϊκά κείμενα και επίσημα έγγραφα, αλλά μπορεί να συναντήσουμε και σε προφορικό λόγο.
The misusage of words can lead to misunderstandings.
Η λανθασμένη χρήση λέξεων μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις.
There was a misusage of the term in the report, which confused many readers.
Υπήρξε μια λανθασμένη χρήση του όρου στην αναφορά, που μπέρδεψε πολλούς αναγνώστες.
Αν και η misusage δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, παρακάτω παρατίθενται μερικές προτάσεις που δείχνουν τη χρήση της:
Avoiding misusage in technical writing is essential for clarity.
Η αποφυγή της λανθασμένης χρήσης στη τεχνική συγγραφή είναι απαραίτητη για την σαφήνεια.
He pointed out the misusage of certain jargon among professionals.
Επέστησε την προσοχή στη λανθασμένη χρήση ορισμένου νεολογισμού μεταξύ των επαγγελματιών.
The guide addressed common misusage that can hinder effective communication.
Ο οδηγός ανέφερε τις κοινές λανθασμένες χρήσεις που μπορούν να εμποδίσουν την αποτελεσματική επικοινωνία.
Η λέξη misusage προέρχεται από την πρόθεση "mis-" που σημαίνει "λανθασμένος" ή "κακός", και το ουσιαστικό "usage", το οποίο προέρχεται από το γαλλικό "usage" και βασίζεται στο λατινικό "usus".
Συνώνυμα: - Misapplication - Misinterpretation
Αντώνυμα: - Proper usage - Correct application