Ρήμα (noun)
/ˈmɪtɪɡeɪtəɹ/
Η λέξη "mitigator" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που μειώνει ή ανακουφίζει την ένταση ή τη σοβαρότητα ενός προβλήματος ή ενοχλητικών καταστάσεων. Συνήθως χρησιμοποιείται σε συμφραζόμενα όπου χρειάζεται να τονιστεί η αντίκρουση ενός αρνητικού ή επικίνδυνου παράγοντα, για παράδειγμα, στον τομέα της περιβαλλοντικής επιστήμης ή της διαχείρισης κινδύνων.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η λέξη "mitigator" χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά κείμενα. Είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο περιβαλλοντικός μετριαστής βοήθησε στη μείωση των επιπέδων ρύπανσης στην πόλη.
As a health mitigator, she worked tirelessly to improve community wellness.
Η λέξη "mitigator" δεν έχει ευρέως γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες περιβαλλοντικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις:
Η εφαρμογή ενός ισχυρού σχεδίου μετριασμού είναι ουσιώδης για τη διαχείριση καταστροφών.
The role of a mitigator in risk assessment can’t be overlooked.
Ο ρόλος ενός μετριαστή στην εκτίμηση κινδύνων δεν μπορεί να παραβλεφθεί.
Every project should include a natural disaster mitigator component.
Η λέξη έχει προέλθει από το λατινικό ρήμα "mitigare", που σημαίνει "να μετριαστεί" ή "να ηρεμήσει".
Συνώνυμα: - alleviator - reducer - reliever
Αντώνυμα: - exacerbator - intensifier - aggravator