Ο όρος "mitral incompetence" είναι ιατρικός και αναφέρεται σε μια κατάσταση της καρδιάς. Είναι ουσιαστικό.
[mˈaɪ.trəl ɪnˈkɒmpɪtəns]
Η "mitral incompetence" αναφέρεται στην αδυναμία της μιτροειδούς βαλβίδας να κλείσει σωστά, με αποτέλεσμα την παλινδρόμηση του αίματος από την αριστερή κοιλία στην αριστερή προκάρδιο κοιλότητα κατά τη διάρκεια της συστολής της καρδιάς. Αυτή η κατάσταση μπορεί να προκαλέσει διάφορα καρδιολογικά προβλήματα όπως καρδιακή ανεπάρκεια. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά κείμενα και αναφορές, αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε προφορικούς διαλόγους μεταξύ επαγγελματιών υγείας, συνήθως σε ιατρικά περιβάλλοντα.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με μιτροειδή ανεπάρκεια μετά από ηχοκαρδιογράφημα.
Symptoms of mitral incompetence can include shortness of breath and fatigue.
Η "mitral incompetence" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της εξειδικευμένης ιατρικής φύσης της. Ωστόσο, μπορεί να γίνει αναφορά στην κατάσταση μέσω σχετικών περιγραμμάτων που επικεντρώνονται στην καρδιά και την υγεία.
Το να ζεις με μιτροειδή ανεπάρκεια είναι σαν να κουβαλάς ένα βαρύ βάρος στην καρδιά σου.
Doctors often use medications to alleviate the symptoms of mitral incompetence.
Οι γιατροί συχνά χρησιμοποιούν φάρμακα για να ανακουφίσουν τα συμπτώματα της μιτροειδούς ανεπάρκειας.
Monitoring mitral incompetence is essential to prevent further complications.
Η λέξη "mitral" προέρχεται από το Λατινικό “mitra”, που σημαίνει “κάπα” ή “στέμμα”. Χρησιμοποιείται αναφορικά με την μιτροειδή βαλβίδα που έχει σχηματισμό παρόμοιο με πύλη, ενώ η λέξη "incompetence" προέρχεται από το Λατινικό “incompetentia”, που σημαίνει "αδυναμία" ή "ανικανότητα".