Η φράση "mixed group" λειτουργεί ως επίθετο + ουσιαστικό.
/ˈmɪkst ɡruːp/
Ο όρος "mixed group" αναφέρεται σε μια ομάδα που περιλαμβάνει άτομα διαφόρων τύπων, χαρακτηριστικών ή ειδών, όπως φύλο, ηλικία ή πολιτισμικό υπόβαθρο. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικές, εκπαιδευτικές και επαγγελματικές ρυθμίσεις για να υποδείξει την πολυμορφία μιας ομάδας. Η φράση χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό είτε στο γραπτό λόγο με παρόμοια συχνότητα.
The mixed group of students worked well together on the project.
(Η μικτή ομάδα φοιτητών δούλεψε καλά μαζί στο πρότζεκτ).
Our club has formed a mixed group of members from various backgrounds.
(Ο σύλλογός μας έχει δημιουργήσει μια μικτή ομάδα μελών από διάφορα υπόβαθρα).
The event attracted a mixed group of attendees, including families and young adults.
(Η εκδήλωση προσέλκυσε μια μικτή ομάδα συμμετεχόντων, περιλαμβάνοντας οικογένειες και νέους ενήλικες).
Η φράση "mixed group" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα κοινωνικά και επαγγελματικά συμφραζόμενα.
In a mixed group, everyone can learn from each other's experiences.
(Σε μια μικτή ομάδα, όλοι μπορούν να μάθουν από τις εμπειρίες των άλλων).
A mixed group often leads to more innovative ideas and solutions.
(Μια μικτή ομάδα συχνά οδηγεί σε πιο καινοτόμες ιδέες και λύσεις).
It's important to foster a mixed group to promote inclusivity in the workplace.
(Είναι σημαντικό να προάγουμε μια μικτή ομάδα για να ενισχύσουμε την ένταξη στον χώρο εργασίας).
I prefer participating in a mixed group because it enriches the discussion.
(Προτιμώ να συμμετέχω σε μια μικτή ομάδα γιατί εμπλουτίζει τη συζήτηση).
Ο όρος "mixed" προέρχεται από το παλιό αγγλικό "mixen", που σημαίνει "αναμειγνύω". Η λέξη "group" προέρχεται από τη λατινική λέξη "gruppus", που σημαίνει "συσσωμάτωμα".
Συνώνυμα: diverse group, heterogeneous group, inclusive group
Αντώνυμα: homogeneous group, uniform group, segregated group