modal - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

modal (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Φωνητική απεικόνιση

/ˈməʊdl/

Σημασίες και Χρήσεις

Η λέξη "modal" χρησιμοποιείται συχνά ως συντελεστής σε δομές γλώσσας και μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με τη διάθεση, τη δυνατότητα ή την υποχρέωση. Συχνά χρησιμοποιείται στα πεδία της γραμματικής και της γλωσσολογίας για να περιγράψει ρήματα, ενώ επίσης χρησιμοποιείται στο πεδίο της μουσικής για να περιγράψει μια κλίμακα ή έναν τρόπο.

Η λέξη "modal" χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό κείμενο περισσότερο από ό,τι σε προφορικό λόγο.

Ετυμολογία

Η λέξη "modal" προέρχεται από τον λατινικό όρο "modus" που σημαίνει "τρόπος" ή "μέτρο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Μορφικός - Τροπικός

Αντώνυμα: - Concrete (Συγκεκριμένος) - Absolute (Απόλυτος)

Παραδείγματα

  1. The modal verb "can" expresses ability. (Το μονταλ ρήμα "μπορώ" εκφράζει ικανότητα.)
  2. In modal logic, a modal operator modifies the truth of a statement. (Στη λογική μοντάλ, ο μοντάλ τελεστής τροποποιεί την αλήθεια μιας κατάστασης.)

Συνήθεις εκφράσεις

Η λέξη "modal" συνήθως χρησιμοποιείται σε ειδικούς τομείς όπως η γραμματική και η λογική, σπάνια σε καθημερινές συνομιλίες. Ωστόσο, κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "modal" είναι:

  1. Modal auxiliary verbs: Οι μοντάλ βοηθητικοί ρήματα (can, could, may, might, must, shall, should, will, would) χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν υποχρέωση, δυνατότητα, ή διάθεση. (Μοντάλ ρήματα βοηθητικά)
  2. Modal logic: Μια φιλοσοφική και μαθηματική λογική που ασχολείται με τη σχέση μεταξύ της αλήθειας και της ανάγκης. (Λογική μοντάλ)
  3. Modal verbs in music: Τα μοντάλ κλίμακες είναι κλίμακες με συγκεκριμένα διαστήματα και μελωδικές ιδιότητες. (Μουσικά μοντάλ)

Μεταφράσεις στα Ελληνικά