Το "mode of behavior" είναι φράση (ιδίωμα) που περιγράφει έναν συγκεκριμένο τρόπο ή στυλ συμπεριφοράς.
/məʊd ʌv bɪˈheɪvjər/
Η φράση "mode of behavior" αναφέρεται στον χαρακτηριστικό τρόπο με τον οποίο κάποιος ή κάτι συμπεριφέρεται. Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικές, ψυχολογικές και πολιτισμικές συζητήσεις και γενικά αναφέρεται σε μια τυπική ή επαναλαμβανόμενη μορφή δράσης ή αντίδρασης.
Η φράση "mode of behavior" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνά παρούσα σε ακαδημαϊκά κείμενα, επιστημονικές μελέτες και αναλύσεις.
His mode of behavior often confuses his friends.
Ο τρόπος συμπεριφοράς του συχνά μπερδεύει τους φίλους του.
The teacher noticed a change in the students' mode of behavior during the class.
Ο δάσκαλος παρατήρησε μια αλλαγή στον τρόπο συμπεριφοράς των μαθητών κατά τη διάρκεια του μαθήματος.
Different cultures have different modes of behavior.
Διάφορες κουλτούρες έχουν διαφορετικούς τρόπους συμπεριφοράς.
Η φράση "mode of behavior" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες σχετικές ιδέες που περιλαμβάνουν τον χαρακτηριστικό τρόπο δράσης ή αντίδρασης.
Set a mode of behavior for the group.
Θέσε έναν τρόπο συμπεριφοράς για την ομάδα.
Adopt a new mode of behavior to fit in.
Υιοθέτησε έναν νέο τρόπο συμπεριφοράς για να ενσωματωθείς.
Break away from your usual mode of behavior.
Ξεφύγε από τον συνηθισμένο σου τρόπο συμπεριφοράς.
His mode of behavior speaks volumes about his upbringing.
Ο τρόπος συμπεριφοράς του λέει πολλά για την ανατροφή του.
To understand her, one must consider her mode of behavior.
Για να την καταλάβεις, πρέπει να εξετάσεις τον τρόπο συμπεριφοράς της.
Η λέξη "mode" προέρχεται από το Λατινικό "modus", που σημαίνει 'τρόπος' ή 'μέτρο', και η λέξη "behavior" προέρχεται από το γαλλικό "comportement", που σημαίνει 'διάθεση' ή 'συμπεριφορά'. Στην ουσία, η φράση συνδυάζει αυτές τις έννοιες για να δηλώσει "τον τρόπο με τον οποίο κάποιος συμπεριφέρεται".
Συνώνυμα: - style of behavior - manner of acting - way of conducting oneself
Αντώνυμα: - atypical behavior - abnormal conduct - unconventional manner