Ο συνδυασμός λέξεων "moderately volatile fuel" λειτουργεί ως ουσιαστική φράση.
/mɒdəˈrætli ˈvɒtəlaɪl fjuːəl/
Ο όρος "moderately volatile fuel" αναφέρεται σε καύσιμα που δεν είναι ούτε πολύ πτητικά ούτε πολύ σταθερά. Η πτητικότητα ενός καυσίμου αναφέρεται στην τάση του να εξατμίζεται σε φυσικές συνθήκες. Τα μέτρια πτητικά καύσιμα είναι συνήθως κατάλληλα για πολλές εφαρμογές, όπως στους κινητήρες εσωτερικής καύσης και σε βιομηχανικές διαδικασίες.
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται μετρίως συχνά, με μια ένδειξη μεγαλύτερου προφανούς χρήστη σε τεχνικά ή βιομηχανικά συμφραζόμενα.
"He recommended using moderately volatile fuel for the engine."
"Συνιστούσε τη χρήση μέτρια πτητικού καυσίμου για τον κινητήρα."
"The research focused on the efficiency of moderately volatile fuels in the market."
"Η έρευνα επικεντρώθηκε στην αποδοτικότητα των μέτρια πτητικών καυσίμων στην αγορά."
Ο όρος "moderately volatile" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συναντηθεί σε τεχνικά κείμενα ή επικοινωνίες που αναφέρονται σε χαρακτηριστικά καυσίμων. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα χρήσης με παράδειγμα:
"In engines that operate at high temperatures, moderately volatile fuels perform better."
"Σε κινητήρες που λειτουργούν σε υψηλές θερμοκρασίες, τα μέτρια πτητικά καύσιμα αποδίδουν καλύτερα."
"The choice of moderately volatile fuel can influence the overall efficiency of a chemical process."
"Η επιλογή μέτρια πτητικού καυσίμου μπορεί να επηρεάσει τη συνολική αποδοτικότητα μιας χημικής διαδικασίας."
"Some manufacturers prefer moderately volatile fuels to reduce emissions."
"Ορισμένοι κατασκευαστές προτιμούν τα μέτρια πτητικά καύσιμα για να μειώσουν τις εκπομπές."
"While using moderately volatile fuel, it's essential to monitor the temperature closely."
"Κατά τη χρήση μέτρια πτητικού καυσίμου, είναι σημαντικό να παρακολουθείτε προσεκτικά τη θερμοκρασία."
Συνώνυμα: - Moderate volatile fuel: μέτριο πτητικό καύσιμο - Partially volatile fuel: μερικώς πτητικό καύσιμο
Αντώνυμα: - Highly volatile fuel: υψηλά πτητικό καύσιμο - Stable fuel: σταθερό καύσιμο