Modernizated: Ρήμα (αρχική μορφή: modernize)
/ˈmɒdərnaɪzd/
Η λέξη modernizated προέρχεται από το ρήμα modernize, που σημαίνει να προσδώσουμε σε κάτι σύγχρονα χαρακτηριστικά ή να το ενημερώσουμε, ώστε να ανταγωνίζεται με σύγχρονα πρότυπα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο και είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, καθώς σχετίζεται κυρίως με το πεδίο της τεχνολογίας και του σχεδιασμού.
Το λογισμικό εκμοντερνίστηκε για να βελτιώσει την εμπειρία του χρήστη.
The building was modernizated with energy-efficient systems.
Το κτίριο εκσυγχρονίστηκε με συστήματα ενεργειακής αποδοτικότητας.
Our teaching methods have been modernizated over the years.
Η λέξη modernize μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Είναι καιρός να εκσυγχρονίσουμε την προσέγγιση στη στρατηγική μάρκετινγκ μας.
Modernize your style: She decided to modernize her style for the upcoming event.
Αποφάσισε να εκμοντερνίσει το στυλ της για την επερχόμενη εκδήλωση.
Modernize the infrastructure: The government plans to modernize the infrastructure to attract foreign investments.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει να εκσυγχρονίσει την υποδομή για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις.
Modernize the curriculum: Schools must modernize the curriculum to include digital skills.
Τα σχολεία πρέπει να εκσυγχρονίσουν το πρόγραμμα σπουδών για να συμπεριλάβουν ψηφιακές δεξιότητες.
Modernize the process: Companies should modernize the process to improve efficiency.
Η λέξη modernize προέρχεται από τη λέξη modern, η οποία προέρχεται από το λατινικό "modernus", που σημαίνει "σύγχρονος" και στα ελληνικά "σύγχρονος".
Συνώνυμα: - Εκσυγχρονίζω - Ανανεώνω - Αναμορφώνω
Αντώνυμα: - Παλιώνω - Συντηρώ - Επιβραδύνω
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης "modernizated" σύμφωνα με τις οδηγίες σας.