Modular filter (περίπου σαν σύνθετο ουσιαστικό: modular - επιρρήμα και filter - ουσιαστικό).
/ˈmɒdʒ.ʊ.lər ˈfɪl.tər/
Ο όρος "modular filter" αναφέρεται σε ένα φίλτρο που έχει σχεδιαστεί ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται και να αλλάζει με διάφορους τρόπους ανάλογα με τις ανάγκες. Ως έννοια μπορεί να χρησιμοποιείται σε συστήματα ηλεκτρονικών, μηχανημάτων ή και λογισμικού, όπου η αρθρωτή δομή επιτρέπει την εύκολη αντικατάσταση ή τροποποίηση των στοιχείων.
Η χρήση του είναι συχνή σε τεχνολογικά και επιστημονικά κείμενα, ενώ μπορεί να εμφανιστεί και σε καθημερινές συζητήσεις ειδικών τομέων. Συχνά χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
Το αρθρωτό φίλτρο επιτρέπει στους χρήστες να προσαρμόζουν εύκολα τις ρυθμίσεις του ήχου.
For this experiment, we needed a modular filter that could be adapted to different wavelengths.
Για αυτό το πείραμα, χρειαζόμασταν ένα αρθρωτό φίλτρο που να μπορεί να προσαρμοστεί σε διαφορετικά μήκη κύματος.
The design of a modular filter makes maintenance simpler and more cost-effective.
Ο όρος "modular filter" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις που αναφέρονται σε παραλλαγές φίλτρων ή τεχνολογίας.
Ο όρος "plug and play αρθρωτό φίλτρο" περιγράφει ένα φίλτρο που μπορεί να τοποθετηθεί χωρίς πολλές ρυθμίσεις.
"High-efficiency modular filter" - φίλτρο σχεδιασμένο για να εξασφαλίζει υψηλή απόδοση.
Το "φίλτρο υψηλής απόδοσης αρθρωτού τύπου" σχεδιάζεται για να εξασφαλίσει αποτελεσματικότητα.
"Smart modular filter system" - περιγράφει ένα έξυπνο φίλτρο που αυτορυθμίζεται.
Η λέξη modular προέρχεται από το λατινικό "modulus", που σημαίνει "μονάδα" ή "τμήμα", ενώ η λέξη filter προέρχεται από το λατινικό "filtrum" που σημαίνει "διάτρητο υλικό για το φιλτράρισμα".
Συνώνυμα: adjustable filter, customizable filter
Αντώνυμα: fixed filter, non-modular filter