Η φράση "modular operation" λειτουργεί ως ουσιαστικό (noun phrase).
/ˈmɒdʒ.ʊ.lər ˌɒ.pəˈreɪ.ʃən/
Ο όρος "modular operation" αναφέρεται σε μια μαθηματική διαδικασία που εμπλέκει τη χρήση του μοντέλου (modulus) για να καθορίσει το υπόλοιπο μιας διαίρεσης. Στη γλώσσα των υπολογιστών και των μαθηματικών, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει λειτουργίες που σχετίζονται με αριθμούς, όπου το αποτέλεσμα επηρεάζεται από ένα συγκεκριμένο αριθμό (το modulus). Η χρήση του είναι κοινή τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, κυρίως σε τομείς όπως τα μαθηματικά, η πληροφορική και η μηχανική.
Η αρνητική επιχείρηση βοηθά στην απλοποίηση σύνθετων υπολογισμών στα μαθηματικά.
In programming, a modular operation is often used to determine if a number is even or odd.
Στον προγραμματισμό, μια αρμόδια λειτουργία χρησιμοποιείται συχνά για να καθορίσει αν ένας αριθμός είναι ζυγός ή μονός.
Modular operation plays a crucial role in computer algorithms that require periodic calculations.
Ο όρος "modular" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην πληροφορική και τα μαθηματικά:
"Η αρμοδιοποίηση μιας συνάρτησης μπορεί να βελτιώσει την αναγνωσιμότητα του κώδικα."
"In a modular system, changes can be made without affecting the entire operation."
"Σε ένα αρμονικό σύστημα, οι αλλαγές μπορούν να γίνουν χωρίς να επηρεάσουν ολόκληρη τη λειτουργία."
"By utilizing modular operations, we can break down complex tasks into simpler ones."
"Χρησιμοποιώντας αρμονικές επιχειρήσεις, μπορούμε να διασπάσουμε πολύπλοκες εργασίες σε απλές."
"The modular approach in design allows for more flexibility and scalability."
Ο όρος "modular" προέρχεται από το λατινικό "modulus," που σημαίνει "παραμετρικό μέγεθος" ή "μέτρο." Η λέξη "operation" προέρχεται από το λατινικό "operatio," που σημαίνει "η πράξη του να εργάζεσαι."
Συνώνυμα: - Modular arithmetic (αρνητική αριθμητική) - Residual operation (υπολειμματική επιχείρηση)
Αντώνυμα: - Non-modular operation (όχι αρνητική επιχείρηση) - Continuous function (συνεχής λειτουργία)