"Moisture vapor transmission" είναι μια φράση που περιλαμβάνει δύο ουσιαστικά ("moisture", "vapor") και ένα ρήμα σε μορφή μετοχής ("transmission").
/mɔɪs.tʃər ˈveɪ.pər trænsˈmɪʃ.ən/
Η φράση "moisture vapor transmission" αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποίας η υγρασία (δηλαδή οι υδρατμοί) περνά μέσα από ένα υλικό. Αυτή η έννοια είναι σημαντική κυρίως στους τομείς της αρχιτεκτονικής, της κατασκευής και της επιστήμης των υλικών, όπου η διαχείριση της υγρασίας είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της ποιότητας του αέρα και την αποτροπή της ανάπτυξης μούχλας και άλλων σχετικών προβλημάτων.
Η χρήση της είναι συχνή σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, από πολλές γωνίες, καθώς αφορά στον έλεγχο της υγρασίας σε κτίρια και κατασκευές. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο παρά σε προφορικό λόγο.
"Ο ρυθμός μετάδοσης υδρατμών των οικοδομικών υλικών θα επηρεάσει την ποιότητα του εσωτερικού αέρα."
"Engineers must consider moisture vapor transmission when designing the envelope of the structure."
"Οι μηχανικοί πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη μετάδοση υγρασίας όταν σχεδιάζουν το περίβλημα της δομής."
"Improper moisture vapor transmission can lead to serious structural issues."
Αν και η φράση "moisture vapor transmission" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, σχετίζεται με τεχνικές φράσεις που χρησιμοποιούνται σε επαγγελματικά και επιστημονικά περιβάλλοντα. Εντούτοις, υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις:
"Λάβετε υπόψη τη μετάδοση υγρασίας."
"Understanding moisture vapor transmission is key to preventing mold growth."
"Η κατανόηση της μετάδοσης υγρασίας είναι το κλειδί για την πρόληψη της ανάπτυξης μούχλας."
"The building code specifies limits for moisture vapor transmission."
"Ο οικοδομικός κανονισμός καθορίζει όρια για τη μετάδοση υγρασίας."
"To improve energy efficiency, moisture vapor transmission must be minimized."
Η λέξη "moisture" προέρχεται από τη λατινική λέξη "moistus," που σημαίνει "υγρός." Ο όρος "vapor" προέρχεται από τη λατινική λέξη "vapor," που σημαίνει "ατμός." Η "transmission" προέρχεται από το λατινικό "transmissio," που σημαίνει "διέλευση."
Συνώνυμα: - Υδρατμοί - Υγρασία - Διάχυση υγρασίας
Αντώνυμα: - Ξηρότητα - Έλλειψη υγρασίας - Στεγανότητα