Ο όρος "molded insulation" λειτουργεί ως ομάδα ουσιαστικών.
/məʊldɪd ɪnˌsʊleɪʃən/
Η "molded insulation" αναφέρεται σε ένα είδος υλικού μόνωσης που έχει σχηματιστεί (μορφοποιηθεί) σε συγκεκριμένα σχήματα ή διαστάσεις για τη βελτίωση της θερμικής απόδοσης και της ενεργειακής αποδοτικότητας σε κτίρια, σωλήνες ή άλλα συστήματα. Συνήθως χρησιμοποιείται στη βιομηχανία κατασκευών και μπορεί να κατασκευάζεται από διάφορα υλικά, όπως αφρώδη πλαστικά ή πολυουρεθάνη.
Η "molded insulation" χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και βιομηχανικά συμφραζόμενα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι τεχνικές περιγραφές της εμφανίζονται πιο συχνά μέσω γραπτών κειμένων.
Ο εργολάβος προτείνει τη χρήση διαμορφωμένης μόνωσης για καλύτερη ενεργειακή απόδοση.
Molded insulation is especially useful in irregular spaces.
Η διαμορφωμένη μόνωση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε ανώμαλους χώρους.
We installed molded insulation in the attic to reduce heat loss.
Η φράση "molded insulation" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με τεχνικούς όρους και μεθόδους. Ωστόσο, μπορούμε να δοκιμάσουμε να χρησιμοποιήσουμε τη "molded" σε διαφορετικούς συμφραζόμενους όρους.
Πρέπει να διαμορφωθείς στο ρόλο σου στην ομάδα.
"He has molded himself into a great leader over the years."
Έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο ηγέτη κατά τη διάρκεια των ετών.
"Artists often mold their ideas into tangible creations."
Η λέξη "molded" προέρχεται από το ρήμα "mold," που σημαίνει να διαμορφώνεις ή να σχηματίσεις κάτι σε μια συγκεκριμένη μορφή. Η λέξη "insulation" προέρχεται από το λατινικό "insulatio" που σημαίνει "να απομονώνεται."
Συνώνυμα: - Formed insulation - Shaped insulation
Αντώνυμα: - Uninsulated - Non-molded insulation