Σύνθετο ουσιαστικό
/məʊmənt rɪˈzɪstɪŋ speɪs freɪm/
Ο όρος "moment-resisting space frame" αναφέρεται σε μια δομική κατασκευή που είναι σχεδιασμένη να αντέχει και να διαχειρίζεται τις ροπές, δηλαδή τις δυνάμεις που τείνουν να προκαλέσουν περιστροφή ή κάμψη. Οι σκελετοί αυτού του τύπου είναι συνήθως τρισδιάστατοι και παρέχουν θωράκιση σε διάφορες φορτίσεις, όπως σεισμούς και ισχυρούς ανέμους.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στο πεδίο της μηχανικής και της αρχιτεκτονικής. Εμφανίζεται σε τεχνικά κείμενα καθώς και σε μελέτες για τη στατική αντοχή των κτιρίων και κατασκευών.
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα, ειδικά σε επιστημονικές και τεχνικές εκδόσεις, ενώ η χρήση της στον προφορικό λόγο είναι πιο περιορισμένη.
Ο στατικός σκελετός αντοχής σε ροπή είναι κρίσιμος για την δομική ακεραιότητα του κτιρίου.
Engineers often choose a moment-resisting space frame to enhance earthquake resistance.
Οι μηχανικοί συχνά επιλέγουν έναν στατικό σκελετό αντοχής σε ροπή για να ενισχύσουν την αντοχή σε σεισμούς.
A well-designed moment-resisting space frame can significantly reduce damage during extreme weather conditions.
Ο όρος "moment-resisting space frame" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι περισσότερο τεχνικός όρος. Ωστόσο, μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με την κατασκευή ή τη μηχανική.
"Κατά την σχεδίαση ενός κτιρίου, η ενσωμάτωση ενός στατικού σκελετού αντοχής σε ροπή επιτρέπει την ευελιξία κάτω από φορτίο."
"The moment-resisting space frame serves as a backbone in modern architectural design."
"Ο στατικός σκελετός αντοχής σε ροπή λειτουργεί ως σπονδυλική στήλη στη σύγχρονη αρχιτεκτονική σχεδίαση."
"Incorporating a moment-resisting space frame can lead to innovative construction techniques."
Ο όρος "moment" προέρχεται από το λατινικό "momentum" που σημαίνει «κίνηση» ή «δύναμη». "Resisting" προέρχεται από το λατινικό "resistere", που σημαίνει «αντιστέκομαι». "Space frame" προέρχεται από την αγγλική κατασκευή του "space" που αναφέρεται σε τρισδιάστατο χώρο και "frame" που σημαίνει «σκελετό» ή «κατασκευή».
Συνώνυμα: - Structural frame - Rigid frame
Αντώνυμα: - Flexible structure - Non-resisting frame