Το "monarchic" είναι επίθετο.
/ˈmɒnərkɪk/
Η λέξη "monarchic" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται ή είναι χαρακτηριστικό μιας μοναρχίας, δηλαδή ενός συστήματος διακυβέρνησης όπου η εξουσία ανήκει σε έναν μονάρχη, ο οποίος μπορεί να είναι βασιλιάς, βασίλισσα ή αυτοκράτορας. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πολιτικά και ιστορικά πλαίσια. Η συχνότητά της είναι υψηλότερη σε γραπτό λόγο, όπως σε ακαδημαϊκούς ή πολιτικούς κειμένους.
Η χώρα έχει ένα μοναρχικό σύστημα διακυβέρνησης.
Many people in the region prefer monarchic traditions over democratic ones.
Πολλοί άνθρωποι στην περιοχή προτιμούν τις μοναρχικές παραδόσεις από τις δημοκρατικές.
The movie explores the life of a monarchic family during the 19th century.
Η λέξη "monarchic" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις που εκφράζουν σχέσεις και καταστάσεις σχετικές με τη μοναρχία. Ακολουθούν παραδείγματα:
Είναι ένθερμος υποστηρικτής της μοναρχικής εξουσίας στη χώρα.
The debate focused on the benefits of a monarchic government versus a republic.
Η συζήτηση επικεντρώθηκε στα οφέλη μιας μοναρχικής κυβέρνησης σε σχέση με μια δημοκρατία.
Many festivals in the region celebrate its monarchic heritage.
Η λέξη "monarchic" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "μόναρχης" (monarchēs), που σημαίνει "μονάρχης", δηλαδή κάποιος που διοικεί μόνος του. Αυτή η λέξη έχει τις ρίζες της στην ελληνική λέξη "μόνος" (monos, που σημαίνει "μόνος") και "αρχή" (archē, που σημαίνει "κυβέρνηση" ή "εξουσία").
Συνώνυμα: - βασιλικός - μοναρχικός
Αντώνυμα: - δημοκρατικός - κοινοβουλευτικός