Η φράση "money hardly earned" προέρχεται από ένα ουσιαστικό ("money") και ένα επιρρηματικό προσδιορισμό ("hardly earned"). Συνεπώς, η συνολική της δομή μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει και ουσιαστικό και επιρρηματική φράση.
/mʌni ˈhɑːrdli ɜːrnəd/
Η φράση "money hardly earned" αναφέρεται σε χρήματα που αποκτώνται με μεγάλη δυσκολία ή με κόπο. Χρησιμοποιείται συχνά για να αντικατοπτρίσει την αξία ή την προσπάθεια πίσω από κάποια οικονομική αποκόμιση.
Συχνότητα χρήσης: Η φράση δεν είναι ιδιαίτερα συχνή στην καθημερινή ομιλία αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε γραπτά κείμενα ή σε έξις λόγους που αναφέρονται σε οικονομικά ζητήματα. Είναι πιο κοινή σε γραπτά πλαίσια.
It takes great effort to obtain money hardly earned.
(Απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για να αποκτηθούν χρήματα που κερδίζονται δύσκολα.)
She often reflects on how her money hardly earned is spent.
(Συχνά αναλογίζεται πώς ξοδεύονται τα χρήματα που κερδίζει με κόπο.)
Η φράση "money hardly earned" μπορεί να ενταχθεί σε περισσότερες ιδιωματικές εκφράσεις και περιγραφές:
"Money hardly earned is money valued."
(Τα χρήματα που κερδίζονται δύσκολα είναι χρήματα που εκτιμώνται.)
"He treats every dollar as money hardly earned."
(Αντιμετωπίζει κάθε δολάριο σαν χρήματα που κερδίζονται δύσκολα.)
"Invest wisely; your money hardly earned deserves better."
(Επενδύστε σοφά; Τα χρήματα που κερδήθηκαν δύσκολα αξίζουν καλύτερα.)
"She saves money hardly earned for a special occasion."
(Αποταμιεύει χρήματα που κέρδισε δύσκολα για μια ειδική περίσταση.)
"The truth is, money hardly earned is often spent recklessly."
(Η αλήθεια είναι ότι τα χρήματα που κερδίζονται δύσκολα συχνά ξοδεύονται απερίσκεπτα.)
Η λέξη "money" προέρχεται από τη λατινική λέξη "moneta", που σημαίνει νόμισμα ή κέρμα. Ο επιθετικός προσδιορισμός "hardly" προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "hardli", σημαίνοντας "με δυσκολία". Η φράση "hardly earned" αναφέρεται στη διαδικασία του να αποκτά κανείς κάτι με κόπο.
Συνώνυμα: - Earnings - Proceeds - Income
Αντώνυμα: - Easy money - Quick profits - Unearned income