money order - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

money order (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Money order: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/ˈmʌni ˈɔrdər/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το money order αναφέρεται σε ένα μέσο πληρωμής που χρησιμοποιείται για την αποστολή χρημάτων μέσω ταχυδρομείου ή χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Είναι μια ασφαλής εναλλακτική λύση σε επιταγές και μετρητά, καθώς απαιτεί την προπληρωμή του ποσού πριν από την έκδοσή του, περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο από απάτες. Χρησιμοποιείται συχνά όταν πρέπει να στείλετε χρήματα σε κάποιον με ασφάλεια ή όταν δεν έχετε λογαριασμό τραπέζης.

Η χρήση του money order είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε εμπορικές συναλλαγές, φορολογικές δηλώσεις, ή αποστολές χρημάτων από το εξωτερικό. Στην καθημερινή ομιλία, οι άνθρωποι συνήθως αναφέρονται σε αυτό λιγότερο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. I sent her a money order for her birthday.
    Της έστειλα μια χρηματική εντολή για τα γενέθλιά της.

  2. The store only accepts payment by money order.
    Το κατάστημα δέχεται πληρωμή μόνο με χρηματική εντολή.

  3. If you're worried about sending cash, a money order is a safer option.
    Αν ανησυχείς για την αποστολή μετρητών, μια χρηματική εντολή είναι μια ασφαλέστερη επιλογή.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση money order δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι σημαντική ως μέρος του χρηματοοικονομικού λεξιλογίου. Ωστόσο, μπορούμε να δούμε κάποιες σχετικές εκφράσεις:

  1. "I prefer to send a money order rather than cash."
    Προτιμώ να στέλνω χρηματική εντολή παρά μετρητά.

  2. "Once I receive the money order, I will ship the product."
    Μόλις λάβω τη χρηματική εντολή, θα στείλω το προϊόν.

  3. "He advised me to use a money order for larger transactions."
    Μου συνέστησε να χρησιμοποιώ χρηματική εντολή για μεγαλύτερες συναλλαγές.

  4. "A money order is a reliable way to send money over long distances."
    Μια χρηματική εντολή είναι ένας αξιόπιστος τρόπος για να στέλνεις χρήματα σε μεγάλες αποστάσεις.

  5. "She used a money order to pay for her online purchases."
    Χρησιμοποίησε μια χρηματική εντολή για να πληρώσει τις διαδικτυακές αγορές της.

  6. "In some cases, a money order is preferred over a personal check."
    Σε ορισμένες περιπτώσεις, μια χρηματική εντολή προτιμάται έναντι μιας προσωπικής επιταγής.

Ετυμολογία της λέξης

Η φράση money order προέρχεται από την ένωση των λέξεων "money" που σημαίνει χρήματα και "order" που προέρχεται από τα λατινικά "ordinare," που σημαίνει να διατάξω ή να διευθύνω. Εισήχθη στο λεξιλόγιο του 19ου αιώνα ως μέσο ασφαλούς πληρωμής.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - cash order - postal order

Αντώνυμα: - cash - personal check - debit/credit card (σε ορισμένα συμφραζόμενα, αν και δεν είναι ακριβή αντώνυμα)

Αυτή είναι μια πολύπλευρη ανάλυση της φράσης "money order" και των σχετικών πτυχών της.



25-07-2024