Ο όρος "moneymaker" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "moneymaker" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /ˈmʌniˌmeɪ.kər/.
Ο όρος "moneymaker" αναφέρεται σε οτιδήποτε έχει την ικανότητα να παράγει χρήματα ή κέρδη. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει επενδύσεις, επιχειρήσεις ή άτομα που επιφέρουν σημαντικά οικονομικά οφέλη. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη στην οικονομία και στον επιχειρηματικό κόσμο, με περισσότερο ενδιαφέρον στις γραπτές πηγές, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
"Αυτή η νέα πλατφόρμα είναι πραγματικά χρήσιμη για τα λεφτά της εταιρείας."
"He is always looking for the next moneymaker in the market."
"Πάντα ψάχνει για τον επόμενο κερδοφόρο τομέα στην αγορά."
"Investing in real estate can be a great moneymaker."
Ο όρος "moneymaker" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Είναι ένας κερδοφόρος τύπος στη βιομηχανία τεχνολογίας."
"That business plan looks like a moneymaker!"
"Αυτή η επιχειρηματική πρόταση φαίνεται να είναι κερδοφόρα!"
"Find a moneymaker in your investments."
"Βρείτε έναν κερδοφόρο τομέα στις επενδύσεις σας."
"She has a talent for spotting moneymakers."
"Έχει ταλέντο στο να αναγνωρίζει κερδοφόρα πράγματα."
"This marketing strategy will turn your business into a moneymaker."
"Αυτή η στρατηγική μάρκετινγκ θα μετατρέψει την επιχείρησή σας σε κερδοφόρο τομέα."
"Being a moneymaker is crucial in today's economy."
Η λέξη "moneymaker" προέρχεται από τη σύνθετη μορφή των αγγλικών λέξεων "money" (χρήματα) και "maker" (δημιουργός), και ξεκίνησε να χρησιμοποιείται από τον 19ο αιώνα σε επιχειρηματικά πλαίσια.
Revenue maker
Αντώνυμα: