Το "monocarpellary" είναι επίθετο.
/mɑː.nəʊˈkɑːr.pə.lɛ.ri/
Η λέξη "monocarpellary" χρησιμοποιείται στη βοτανική για να περιγράψει φυτά που έχουν μόνο ένα καρπό ή κάλυκα. Συνήθως σχετίζεται με τη δομή των ανθέων και τους τύπους καρπών. Αυτή η λέξη δεν χρησιμοποιείται πολύ συχνά στη καθημερινή γλώσσα και είναι πιο συχνά απαντώμενη σε επιστημονικά κείμενα σχετικά με τη βοτανική ή την εξελικτική βιολογία. Η χρήση της είναι σπανιότερη σε προφορικό λόγο.
Το φυτό κατατάσσεται ως μονοκάρπικο λόγω της απλής δομής του καρπού.
Monocarpellary flowers can often be found in certain species of wildflowers.
Μονοκάρπικα άνθη μπορούν συχνά να βρεθούν σε ορισμένα είδη άγριων λουλουδιών.
The study highlighted the significance of monocarpellary characteristics in plant reproduction.
Δεν υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν την λέξη "monocarpellary", καθώς πρόκειται για έναν εξειδικευμένο όρο. Ωστόσο, αν αναζητήσουμε μια ευρύτερη χρήση σχετικών βιότοπων:
"Στα μονοκάρπικα φυτά, η απλότητα του σχεδιασμού μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερους ρυθμούς επιβίωσης σε σκληρές συνθήκες."
"Many botanists are fascinated by monocarpellary adaptations in flowering species."
Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό "μόνος" (monos), που σημαίνει "ένας" και "κάπελος" (karpos), που σημαίνει "καρπός". Το "αλλοιωτή" (ary) προστίθεται για να σχηματίσει το επίθετο.
Συνώνυμα: - μονοκαρπικό - απλόκαρπο
Αντώνυμα: - πολυκαρπικό (multicarpellary) - σύνθετο (complex)