Monochromatic set: Ουσιαστικό
/ˌmɒnəˈkrəʊmətɪk sɛt/
Ο όρος "monochromatic set" αναφέρεται σε ένα σύνολο στοιχείων που είναι όλα ίδια ή τουλάχιστον έχουν την ίδια χρωματική απόχρωση. Χρησιμοποιείται συχνά σε μαθηματικά και επιστήμες, ιδιαίτερα στη θεωρία του χρώματος ή σε προβλήματα που σχετίζονται με γραφικές παραστάσεις.
Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως ακαδημαϊκά, σε γραπτά κείμενα και ερευνητικές εργασίες. Είναι λιγότερο συχνά στο προφορικό λόγο, καθώς χρησιμοποιείται πιο πολύ σε εξειδικευμένα πλαίσια.
Every point in the monochromatic set shares the same color.
Κάθε σημείο στο μονοχρωματικό σύνολο μοιράζεται το ίδιο χρώμα.
In mathematics, a monochromatic set can be created by choosing all elements of the same hue.
Στα μαθηματικά, ένα μονοχρωματικό σύνολο μπορεί να δημιουργηθεί επιλέγοντας όλα τα στοιχεία της ίδιας απόχρωσης.
Researchers are particularly interested in the properties of monochromatic sets in combinatorial geometry.
Οι ερευνητές ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις ιδιότητες των μονοχρωματικών συνόλων στη συνδυαστική γεωμετρία.
Η φράση "monochromatic set" δεν ανήκει σε οποιεσδήποτε άμεσες ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες έννοιες ή να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα πλαίσια. Παρακάτω παρατίθενται μερικές προτάσεις:
To create a monochromatic set, one must point out the similarities among the items.
Για να δημιουργηθεί ένα μονοχρωματικό σύνολο, πρέπει να επισημανθούν οι ομοιότητες ανάμεσα στα αντικείμενα.
In art, a monochromatic set can evoke a strong emotional response.
Στην τέχνη, ένα μονοχρωματικό σύνολο μπορεί να προκαλέσει μια έντονη συναισθηματική αντίδραση.
Monochromatic sets are often used in design to create a cohesive look.
Τα μονοχρωματικά σύνολα χρησιμοποιούνται συχνά στο σχεδιασμό για να δημιουργήσουν μια συνεκτική εμφάνιση.
The study of monochromatic sets can reveal interesting patterns in data analysis.
Η μελέτη των μονοχρωματικών συνόλων μπορεί να αποκαλύψει ενδιαφέροντα μοτίβα στην ανάλυση δεδομένων.
Η λέξη "monochromatic" προέρχεται από το ελληνικό "mono" (μόνο, ένας) και "chroma" (χρώμα). Ο όρος "set" έχει τις ρίζες του στα Λατινικά, από την λέξη "satisfacere", που σημαίνει "να είναι ικανοποιημένο".
Συνώνυμα: - Homogeneous set (ομοιογενές σύνολο) - Uniform set (ομοιόμορφο σύνολο)
Αντώνυμα: - Heterogeneous set (ετερογενές σύνολο) - Diverse set (ποικιλόμορφο σύνολο)