"Monosy" είναι ένα ουσιαστικό (noun).
Phonetic transcription: /ˈmɒnəsi/
Ο όρος "monosy" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή φύση που απαρτίζεται από έναν μόνο ή ομοιογενή χαρακτήρα. Στον τομέα της γλωσσολογίας, μπορεί να σχετίζεται με την έλλειψη ποικιλίας στις γλωσσικές μορφές ή τη χρήση ενός μόνο γλωσσικού στοιχείου. Ο όρος δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένος και η χρήση του είναι περισσότερο επιστημονική ή τεχνική.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά κείμενα και λιγότερο στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά χαμηλή.
Η έννοια της μονοσύ συζητείται συχνά σε γλωσσολογικές μελέτες.
In terms of color, the painting is quite monosy, with no variation.
Όσον αφορά το χρώμα, ο πίνακας είναι αρκετά μονοσύ, χωρίς καμία παραλλαγή.
The discussion surrounding monosy in music emphasizes repetition.
Η λέξη "monosy" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, ωστόσο ακολουθούν παραδείγματα με χρήση του χαρακτηριστικού της μονοτονίας ή της ομοιομορφίας:
Ζει μια μονοσύλλαβη ζωή στην ήσυχη πόλη του.
The recipe turned out to be monosyllabic in ingredients.
Η συνταγή αποδείχθηκε ότι ήταν μονοσύλλαβη σε υλικά.
They criticized the monosynaptic approach to solving complex issues.
Η λέξη "monosy" προέρχεται από το ελληνικό πρόθεμα "mono-" που σημαίνει "ένας" ή "μόνος" και το ελληνικό "λύση" που υπονοεί την έννοια της λύσης ή του τύπου. Η σύνθεση αυτών των στοιχείων υποδεικνύει τον χαρακτήρα της μοναδικότητας.
Συνώνυμα: - Μονοτονία - Ομοιομορφία
Αντώνυμα: - Ποικιλία - Διαφορετικότητα