Monoxyla: ουσιαστικό
/ˌmɒn.ɒkˈsɪ.lə/
Ο όρος "monoxyla" προέρχεται από τον ελληνικό όρο "μόνος" (ένα) και "ξύλο" (ξύλο) και αναφέρεται σε ξύλινα ή ξύλινα αντικείμενα ή μέσα που έχουν μία μόνο ξύλινη κατασκευή ή προέλευση. Αν και δεν είναι μια ευρέως διαδεδομένη λέξη στη σύγχρονη αγγλική, μπορεί να συναντηθεί σε ακαδημαϊκά ή επιστημονικά κείμενα, κυρίως σε τομείς όπως η ναυτική ιστορία ή η αρχαιολογία.
Στην αγγλική γλώσσα, η χρήση της είναι αρκετά σπάνια και συνήθως περιορίζεται σε ειδικά πλαίσια, όπως η μελέτη αρχαίων ναυτικών μέσων.
Οι αρχαίες πολιτείες κατασκεύασαν μονοξύλα για να πλοηγηθούν στους ποταμούς.
Archaeologists discovered monoxyla during their excavation in the old port.
Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μονοξύλα κατά τη διάρκεια της εκσκαφής τους στο παλιό λιμάνι.
Monoxyla were essential for trade in ancient times.
Ο όρος "monoxyla" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι ένας εξειδικευμένος όρος. Παρόλα αυτά, μπορεί να συγκεντρωθούν κάποιες προτάσεις που εκφράζουν ειδικές έννοιες.
"Η πλοήγηση σε ένα μονοξύλο είναι μια μορφή τέχνης."
"Monoxyla were crucial for the maritime exploration."
"Τα μονοξύλα ήταν κρίσιμα για την θαλάσσια εξερεύνηση."
"To construct a monoxyla requires skill and patience."
Η λέξη "monoxyla" προέρχεται από τα ελληνικά "μόνος" (μόνος, μοναδικός) και "ξύλον" (ξύλο). Αυτή η ετυμολογία ενισχύει την έννοια του μοναδικού ή μοναδικά κατασκευασμένου ξύλου.
Συνώνυμα: - Μονοξύλο
Αντώνυμα: - Πολυξύλο (όπου η κατασκευή περιλαμβάνει πολλά ξύλα ή είναι πιο σύνθετη)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τους βασικούς τομείς σχετικούς με τον όρο "monoxyla" στα Αγγλικά και Ελληνικά.